Οι εξελίξεις στην – ιδιωτικοποιημένη πια – γαλακτοβιομηχανία ΔΩΔΩΝΗ που αφήνει πίσω την πεντηκονταετή τακτική των ετήσιων εκκαθαρίσεων, των προκαταβολών και των κανονικών πληρωμών του εισκομιζόμενου γάλακτος, δημιουργούν νέα δεδομένα στον κρίσιμο τομέα της κτηνοτροφικής παραγωγής της Ηπείρου και σε συνδυασμό με το βάθεμα της κρίσης βάζουν ευθέως ζητήματα επιβίωσής της. Ταυτόχρονα όμως σηματοδοτούν και το οριστικό τέλος της προοδευτικά μειούμενης κρατικής παρέμβασης στον κλάδο των τροφίμων, κλάδου που σε καιρούς κρίσης αποτελεί προνομιακό πεδίο κερδοφορίας για τα ιδιωτικά κεφάλαια. Η παράδοση της τελευταίας συνεταιριστικής γαλακτοβιομηχανίας, ομογενοποιεί σε πανελλαδικό επίπεδο την πολιτική των κύριων παικτών στο χώρο, ισχυροποιώντας το καρτέλ γάλακτος που είδη είχε κερδίσει σημαντικούς πόντους μετά την καταστροφή σειράς συνεταιριστικών γαλακτοβιομηχανιών.
Βρισκόμαστε στο τέλος της αναδιαρθρωτικής φάσης που ξεκίνησε στις αρχές της δεκαετίας του 1990, όταν ξεκίνησαν οι πρώτες προσπάθειες ιδιωτικοποίησης της ΔΩΔΩΝΗΣ, καταργήθηκαν οι κορυφαίες συνεταιριστικές ΚΥΔΕΠ, ΣΕΚΟΒΕ και σταδιακά ιδιωτικοποιήθηκαν σειρά από συνεταιριστικές βιομηχανίες, μεταξύ αυτών οι μεγάλες γαλακτοβιομηχανίες ΑΓΝΟ (2003), ΡΟΔΟΠΗ (2003) και ΟΛΥΜΠΟΣ (2000). Η καθυστέρηση που υπήρξε με την ΔΩΔΩΝΗ έχει να κάνει τόσο με την ιδιαιτερότητα που κατέχει η συγκεκριμένη γαλακτοβιομηχανία στη γενικότερη οικονομική δομή της Ηπείρου, όσο και με τους αγώνες υπεράσπισης του ιδιοκτησιακού καθεστώτος που έχουν αναπτύξει οι ηπειρώτες κτηνοτρόφοι, οι οποίοι δικαίως θεωρούν την εταιρία κατάδικό τους δημιούργημα.
Οι μεγάλες ανακατατάξεις στη δεκαετία 2003-2013 μας έφεραν τελικά, στον αντίποδα των αρχών της δεκαετίας του 1960, όπου από τις είκοσι εννέα γαλακτοβιομηχανίες μόνο 7 ήταν ιδιωτικές (με δυναμικό 44.000 τόνους) και 22 συνεταιριστικές ή κρατικοσυνεταιριστικές (με δυναμικό 156.000 τόνους). Τότε υπήρχε μια κρατική προσπάθεια εκσυγχρονισμού και ενσωμάτωσης της κτηνοτροφίας στα σύγχρονα αναπτυξιακά πρότυπα με κύριο όχημα τους αγροτικούς συνεταιρισμούς, που ενώ προωθούσαν αυτή τη σοβαρή μεταρρυθμιστική προσπάθεια, λειτουργούσαν παράλληλα και σαν μοχλοί υπεράσπισης της μικρής οικογενειακής εκμετάλλευσης, πάνω στην οποία στηρίχθηκε όλο το εγχείρημα.
Σχεδόν πενήντα χρόνια μετά, οι κρατικές επιταγές είναι εντελώς διαφορετικές. Πλέον η κτηνοτροφική παραγωγή έχει αναπτυχθεί αρκετά (πάντα σε σοβαρή υστέρηση σε σχέση με τη φυτική παραγωγή), έχει διασυνδεθεί με χίλια πλοκάμια με το διεθνοποιημένο αγρο-διατροφικό σύμπλεγμα και το μεγάλο κεφάλαιο προωθεί νέα αναδιάρθρωσή της – κι όχι βέβαια προς όφελος του κτηνοτρόφου και της εθνικής κτηνοτροφικής παραγωγής. Όπως είναι γνωστό η χώρα παραμένει τραγικά ελλειμματική σε προϊόντα ζωικής παραγωγής με εισαγωγές που αποτιμώνται σε μερικά δισεκατομμύρια ευρώ το χρόνο. Ένα έλλειμμα που έχει σαν κύριους πρωταγωνιστές γερμανικές, ολλανδικές και γαλλικές εταιρίες αλλά και ορισμένους εγχώριους επιχειρηματίες. Και αν στη χοιροτροφία και την πτηνοτροφία η συγκεντροποίηση έχει ήδη προχωρήσει αρκετά, τώρα είναι η σειρά της γαλακτοπαραγωγικής κτηνοτροφίας για οριστικές εκκαθαρίσεις. Οι κυβερνητικές πολιτικές, σε αγαστή συνεργασία με το μεγάλο κεφάλαιο, κατατείνουν στη συμπίεση της μικρομεσαίας γαλακτοπαραγωγικής μονάδας μέχρι σημείου αφανισμού της.
Οι αγροτικοί συνεταιρισμοί για άλλη μια φορά θα είναι ο βασικός ιμάντας μέσω του οποίου θα υλοποιηθεί αυτή η πολιτική, υπό την υψηλή επιστασία Κράτους και Ευρωπαϊκής Ένωσης. Να θυμίσουμε ότι ο συνεταιριστικός μακεδονικός κολοσσός της ΑΓΝΟ υπερχρεώθηκε κάτω από τη συνεταιριστική διοίκηση και παραδόθηκε από το κράτος, στη «σωτήρια ιδιωτική πρωτοβουλία» η οποία, αφού πήρε ότι μπόρεσε, εγκατέλειψε αφήνοντας χρεοκοπημένους εκατοντάδες αγελαδοτρόφους. Ήταν η απαρχή μιας λεηλασίας που έφερε σαν αποτέλεσμα κατά τη δεκαετία 2001-2011, επτά στους δέκα αγελαδοτρόφους να φύγουν από το επάγγελμα, όπως βεβαιώνουν τα στοιχεία του ΕΛΟΓΑΚ, παρά τις τεράστιες ανάγκες της χώρας σε αγελαδινό γάλα. Ανάλογες λίγο ως πολύ τακτικές, ακολουθήθηκαν σε όλες τις συνεταιριστικές γαλακτοβιομηχανίες όπου ΑΤΕ (βλέπε κράτος με όλες τους τις εκφράσεις) και Συνεταιριστές (βλέπε δικομματισμός) επιδίδονταν σε έναν συστηματικό αγώνα απαξίωσης αυτών των συλλογικών μορφών παραγωγικής οργάνωσης. Κορυφαίο τοπικό παράδειγμα η καταστροφή της ΣΒΕΚΗ…
Είναι κοινή πεποίθηση ότι η κτηνοτροφία στην Ήπειρο αποτελεί τη «βαριά βιομηχανία» της περιοχής, με βαθιές ιστορικές καταβολές και αναγνωρισμένα προϊόντα ζωικής προέλευσης που διαθέτουν μεγάλα περιθώρια επέκτασης ακόμη και στις ζοφερές σημερινές συνθήκες. Ακριβώς γ’ αυτό το λόγο, σύμφωνα με την κυρίαρχη λογική που επιβάλει κοινωνικοποίηση των ζημιών και ιδιωτικοποίηση των κερδών, αυτός ο εξαιρετικά κερδοφόρος τομέας «έπρεπε» να περάσει σε ιδιωτικά χέρια. Ο τρόπος με τον οποίον ιδιωτικοποιήθηκε η ΔΩΔΩΝΗ, η «ποιότητα» των νέων ιδιοκτητών που εμπιστεύτηκε το ελληνικό κράτος, ο προδοτικός ρόλος των υφιστάμενων Αγροτικών Συνεταιρισμών, η στάση του τοπικού πολιτικού προσωπικού που δηλώνει υποταγή στη μνημονιακή λαίλαπα και οι εκβιαστικές τακτικές που υιοθετούνται από τη διοίκηση ανεμπόδιστα, επιβεβαιώνουν την ακολουθούμενη πολιτική και κλονίζουν συθέμελα τόσο το μέλλον της γαλακτοπαραγωγικής κτηνοτροφίας της Ηπείρου όσο και την κοινωνικοοικονομική υπόσταση του τόπου.
Οι εξελίξεις της τελευταίας δεκαπενταετίας στο χώρο της γαλακτοπαραγωγικής κτηνοτροφίας και οι συνεχόμενες ανακατατάξεις στη γαλακτοβιομηχανία που αντανακλούν το μεγάλο ενδιαφέρον σ’ έναν εξαιρετικά κερδοφόρο τομέα, πρέπει να μελετηθούν καλά. Οι κτηνοτρόφοι της Ηπείρου, που πιέζονται σε σημείο σύνθλιψης, θα πρέπει να καταβάλουν κάθε δυνατή προσπάθεια ώστε στη νέα «μεταΔΩΔΩΝΗ» εποχή να αξιοποιήσουν τα μεγάλα πλεονεκτήματα που διαθέτουν: τη γεωφυσική σύνθεση του τόπου μας, την τεράστια πείρα τους στην εκτροφή των ζώων, την εργατικότητα και το πείσμα που επιδεικνύουν στην αναμέτρησή τους με τα στοιχεία της φύσης και τα εξαιρετικά αναγνωρισμένα προϊόντα που παράγουν. Αν τα χαρίσουν στους κερδοσκόπους, θα οδηγηθούν τελικά στον αφανισμό τους.
Ο κτηνοτροφικός κόσμος που επί δεκαετίες στήριζε την ηπειρώτικη οικονομία, διέθετε ένα τείχος προστασίας μέχρι τον περασμένο Οκτώβρη. Δυστυχώς – και παρά τα σύννεφα που προϊδέαζαν για την καταιγίδα – δεν κατόρθωσε να αναπτύξει μορφές οργάνωσης ικανές να προασπίσουν τα συμφέροντά του στην επικείμενη αλλαγή συνθηκών. Έτσι αυτή η ασπίδα σήμερα όχι μόνο δεν υπάρχει, αλλά έχει μετατραπεί σε έναν απολύτως εκμεταλλευτικό μηχανισμό που αφού πάρει ότι μπορέσει θα αποχωρήσει αφήνοντας πίσω του συντρίμμια.
Διαγράφονται λοιπόν, με εξαιρετική σαφήνεια τρεις προοπτικές για το μέλλον του ηπειρώτη κτηνοτρόφου.
- Ή θα δημιουργήσει έναν ενιαίο μαχητικό συνδικαλιστικό φορέα που θα αντιπροσωπεύει τα συμφέροντα των εισκομιστών γάλακτος στη νέα ΔΩΔΩΝΗ και σε κάθε άλλη μεγάλη γαλακτοβιομηχανία του τόπου και που θα ενημερώνει για τις πρακτικές του, τις τακτικές του και τις κινήσεις του ακόμη και τον πιο απομονωμένο κτηνοτρόφο – κι είναι φανερό στον καθένα ότι η μέχρι τώρα δράση του Πανηπειρωτικού Κτηνοτροφικού Συνεταιρισμού «ΔΩΔΩΝΗ» βρίσκεται πολύ πίσω από το σημείο αυτό…
- Ή θα κάνει στροφή σε άλλες ομαδοποιήσεις και άλλες συνεταιριστικές μορφές οργάνωσης με σκοπό την όσο το δυνατόν μεγαλύτερη συλλογική διαπραγμάτευση των προϊόντων που παράγονται στις κτηνοτροφικές μονάδες ή ακόμη και την ανάληψη της μεταποίησης του πρωτογενούς παραγόμενου προϊόντος (τυροκόμιση, τυποποίηση, εμπορία) προς όφελος τόσο δικό του όσο και του καταναλωτή – ήδη στον Έβρο, στη Θεσσαλία, στη Φλώρινα έχουμε επιτυχημένα τέτοια παραδείγματα…
- Ή τελικά θα εξαναγκαστεί σε μια άγρια εκμετάλλευση, μια σύγχρονη δουλοπαρική σχέση εργασίας, όπου ο τεράστιος κόπος και τα έξοδα που καταβάλει δεν θα καλύπτουν ούτε το βασικό κόστος διαβίωσης της κτηνοτροφικής οικογένειας – με φυσική απόληξη την εξαθλίωση και εξαφάνισή της…
Είναι κάτι παραπάνω από βέβαιο ότι στις νέες συνθήκες θα ξετυλιχθούν και οι τρεις τάσεις. Όσο πιο ευρύτερη και διεκδικητική θα είναι η δράση που θα ξεδιπλωθεί στις κτηνοτροφικές γραμμές με στόχο τις πρώτες δύο προοπτικές, τόσο θα απομακρύνεται η καταστροφική τρίτη «λύση». Δυστυχώς όμως μπορεί να ισχύσει και το αντίστροφο: όσο μικρότερη θα είναι η διεκδίκηση για τις δύο πρώτες προοπτικές, τόσο μεγαλύτερες θα είναι οι διαλυτικές τάσεις στην κτηνοτροφική παραγωγή του τόπου, πράγμα πού όλοι αναγνωρίζουν ότι θα αποτελέσει το καίριο χτύπημα για την ηπειρώτικη οικονομία συνολικά.
Οι κτηνίατροι της Ηπείρου που υποστηρίζουν την κτηνοτροφική παραγωγή (στον ιδιωτικό ή στον αποψιλωμένο πλέον δημόσιο τομέα), έχουν πλήρη επίγνωση του καθοριστικού ρόλου της στην οικονομική αντοχή της υπαίθρου, των τεράστιων δυνατοτήτων ανάπτυξης του στρατηγικού αυτού κλάδου αλλά και του νέου πλαισίου που συγκεκριμένοι κύκλοι επιχειρούν να την τοποθετήσουν. Ακριβώς γι’ αυτούς τους λόγους και με απόλυτη εμπιστοσύνη στον κτηνοτροφικό κόσμο της περιοχής που κουβαλά σημαντική ιστορία στο χώρο, θα παλέψουν προς την κατεύθυνση των δύο πρώτων προοπτικών. Όπως κι αν έχει, ο πρώτος λόγος ανήκει νομοτελειακά στην πρωτοπορία του κτηνοτροφικού κόσμου, η οποία καλείται για άμεση κινητοποίηση…