Να συμφωνήσει από τώρα σε μέτρα μόνιμης απόδοσης ζητεί το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο από την ελληνική κυβέρνηση προκειμένου να συμμετάσχει χρηματοδοτικά στο ελληνικό πρόγραμμα.
Οι Ευρωπαίοι επιμένουν σε ένα μεσοπρόθεσμο στόχο για πρωτογενή πλεονάσματα 3,5% του ΑΕΠ τουλάχιστον μέχρι το 2020.
Το ΔΝΤ θεωρεί ότι το πρωτογενές πλεόνασμα μπορεί να φτάσει το 1,6% του ΑΕΠ έως το 2018 και στη συνέχεια δεν μπορεί να είναι πάνω από 1,5% του ΑΕΠ. Εφόσον δεν αλλάξει κάτι, θα πρέπει να καλύψει η Ελλάδα τη διαφορά, που αντιστοιχεί σε μέτρα 2% του ΑΕΠ, δηλαδή 3,6 δισ. ευρώ.
Μολονότι το μείγμα των νέων μέτρων για την περίοδο από το 2018 έως και το 2020 δεν έχει ακόμη οριστικοποιηθεί, τα πεδία από τα οποία καλείται να επιλέξει η ελληνική κυβέρνηση είναι, σύμφωνα με πληροφορίες της Realnews, νέα φορολογικά βάρη, νέες περικοπές συντάξεων και η μείωση του μισθολογικού κόστους στον δημόσιο τομέα.
Από την πλευρά του οικονομικού επιτελείου τονίζουν ότι η κυβέρνηση δεν μπορεί να δεχθεί τη θηλιά των νέων μέτρων και να καταγράψει από τώρα, στο μεσοπρόθεσμο πρόγραμμα 2017-2020, μία σειρά από σκληρές παρεμβάσεις φορολογικού, συνταξιοδοτικού και μισθολογικού χαρακτήρα.
«Καυτή πατάτα»
Το τεράστιο αυτό φορτίο θα μπορούσε να κλείσει με πολλούς τρόπους οι οποίοι δεν είναι αναίμακτοι, ούτε πολιτικά ούτε κοινωνικά.
Στην περίπτωση που υιοθετηθούν απόλυτα οι προτάσεις του ΔΝΤ για μείωση του αφορολόγητου στα 5.000 ευρώ από 8.636 που είναι σήμερα, τότε τα έσοδα από άμεσους φόρους θα αυξάνονταν κατά 1,7 δισ. έως και 2 δισ. ευρώ.
Το δεύτερο μέτρο που έχει προτείνει το ΔΝΤ είναι η κατάργηση της λεγόμενης «προσωπικής διαφοράς» των υφιστάμενων συντάξεων που μπορεί να οδηγήσει σε μειώσεις των ήδη καταβαλλόμενων συντάξεων από 10% έως 35%.
Η μείωση της διαφοράς αυτής κατά 50% θα εξοικονομούσε περίπου 1,8-2 δισ. ευρώ, παρά τη θύελλα που θα προκαλούσε. Αν οι περικοπές περιοριστούν στις συντάξεις πάνω από τα 1.100 ευρώ (μεικτά), από τα 1.300 ευρώ που είναι σήμερα, η εξοικονόμηση δεν θα ξεπεράσει τα 500- 550 εκατ. ευρώ.
Επειδή όμως όλες οι κυβερνήσεις από το 2010 ακολουθούν την τακτική της «διασποράς» της δημοσιονομικής επιβάρυνσης, ώστε το βάρος να μην πέφτει μόνο στις πλάτες συγκεκριμένων κοινωνικών ομάδων, στο πίνακα των υποψήφιων μέτρων μπαίνουν οι -ελάχιστες πλέον που έχουν απομείνει- φοροαπαλλαγές και φυσικά ο ΦΠΑ.