Απόφαση-σταθμό έλαβε το Ειρηνοδικείο Καλαμάτας, η οποία αν τελεσιδικήσει αναμένεται να προκαλέσει «πονοκέφαλο» στην κυβέρνηση, καθώς αφορά τον 13ο και 14ο μισθό στο δημόσιο.
Το Ειρηνοδικείο δικαίωσε υπαλλήλους που προσέφυγαν για την περικοπή των επιδομάτων Χριστουγέννων, Πάσχα και αδείας, αναγκάζοντας το Δημόσιο να τους τα καταβάλει, αντικρούοντας τους ισχυρισμούς περί δημοσιονομικού ελλείμματος που επέβαλαν τις περικοπές.
Καθώς αυτά τα οφειλόμενα παραγράφονται μετά τη διετία, οι εν λόγω προσφεύγοντες δικαστικοί υπάλληλοι δικαιώθηκαν για τα επιδόματά τους για τα έτη 2014 – 2015.
Στο Ειρηνοδικείο προσέφυγαν με αγωγή τους 5 δικαστικοί υπάλληλοι της Καλαμάτας, ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου, με επικεφαλής τον πρόεδρο του Συλλόγου Δικαστικών Υπαλλήλων, Ανδρόνικο Σταυρόπουλο, ενώ τους επόμενους μήνες αναμένεται να γίνει η εκδίκαση της αγωγής που έχουν καταθέσει οι μόνιμοι δικαστικοί υπάλληλοι της Καλαμάτας στο Διοικητικό Πρωτοδικείο Καλαμάτας.
Όπως αναφέρεται στο σκεπτικό της απόφασης, που είδε το φώς της δημοσιότητας, «τα κοινωνικά δικαιώματα είναι θεμελιώδη, εξίσου με τα ατομικά και τα πολιτικά, και παράγουν, κατά την επικρατούσα στη θεωρία άποψη, ένα “σχετικό κοινωνικό κεκτημένο”, η αξία και η προστατευτική λειτουργία του οποίου πρέπει να αναδεικνύονται ακόμα περισσότερο σε συνθήκες οικονομικής κρίσης, όταν οι πολίτες το έχουν περισσότερη ανάγκη».
Κάνοντας αναφορά στο άρθρο 106 του Συντάγματος για την εδραίωση της κοινωνικής ειρήνης, ο ειρηνοδίκης Αθανάσιος Μουτζούρης τονίζει: «Από τη διάταξη αυτή απορρέει η συνταγματική επιταγή για ισόρροπη οικονομική ανάπτυξη με διασφάλιση των συνθηκών κοινωνικής ειρήνης, η οποία δεσμεύει όλα τα κρατικά όργανα και πρωτίστως το νομοθέτη, περιορίζοντας το εύρος των επιτρεπτών επιλογών του. Η παραπάνω συνταγματική επιταγή θέτει ιδίως δύο όρια στο νομοθέτη.
Πρώτον, δεν είναι επιτρεπτή η θέσπιση νομοθετικών μέτρων τα οποία, ανεξαρτήτως του επιδιωκόμενου με αυτά σκοπού δημοσίου συμφέροντος, συνεπάγονται σοβαρή διατάραξη της κοινωνικής ειρήνης, δηλαδή καταλήγουν σε αποτέλεσμα ευθέως αντίθετο προς το σκοπό της συνταγματικής διάταξης. Ως σοβαρή διατάραξη της κοινωνικής ειρήνης πρέπει να νοηθεί εξίσου η δραματική επιδείνωση των συνθηκών κοινωνικής διαβίωσης (όπως αύξηση του αριθμού των ανέργων, αστέγων, όσων διαβιούν κάτω από το όριο της φτώχειας κ.λπ.), όσο και η διατάραξη της δημόσιας τάξης και ασφάλειας (π.χ. βίαιες ενέργειες διαμαρτυρίας, αύξηση της εγκληματικότητας κ.λπ.), που απορρέει από την επιδείνωση των κοινωνικών συνθηκών.
Δεύτερον, δεν είναι επιτρεπτή η θέσπιση νομοθετικών μέτρων τα οποία συνεπάγονται δραματική συρρίκνωση του διαθέσιμου εισοδήματος επιχειρήσεων, των νοικοκυριών, προκειμένου να εξυπηρετηθεί μονομερώς ορισμένος, έστω και δημοσίου συμφέροντος, οικονομικός σκοπός. Αντιθέτως, όπως συνάγεται από τη συνταγματική διάταξη, το γενικό συμφέρον δεν ταυτίζεται με το αμιγώς δημοσιονομικό».
«Ο νομοθέτης δύναται καταρχήν να επιβάλει στους πολίτες, προς εκπλήρωση του χρέους της κοινωνικής και εθνικής αλληλεγγύης, επιβαρύνσεις για την αντιμετώπιση ορισμένης επείγουσας ανάγκης ή κατάστασης κρίσης, υπό την προϋπόθεση, ωστόσο, ότι έχουν περιορισμένη διάρκεια, ότι είναι πρόσφορες και αναγκαίες για την επίτευξη του επιδιωκόμενου σκοπού δημοσίου συμφέροντος και όχι δυσανάλογες σε σχέση προς αυτόν. Ότι είναι επαρκώς αιτιολογημένες και ότι κατανέμονται ισότιμα μεταξύ όλων των πολιτών, των απασχολουμένων τόσο στο δημόσιο όσο και στον ιδιωτικό τομέα, καθώς και των ασκούντων ελευθέριο επάγγελμα, ανάλογα με τις δυνάμεις του καθενός.
Επομένως, δεν είναι επιτρεπτό η επιβάρυνση, από τα μέτρα που λαμβάνονται προς αντιμετώπιση της δυσμενούς και παρατεταμένης οικονομικής συγκυρίας, να κατανέμεται πάντοτε σε συγκεκριμένες κατηγορίες πολιτών, οι οποίοι, κατά κανόνα, είναι συνεπείς προς τις υποχρεώσεις τους, και να ευνοούνται άλλες κατηγορίες, από την ασυνέπεια των οποίων – κυρίως στο πεδίο της εκπλήρωσης των φορολογικών τους υποχρεώσεων – προκαλείται σε μεγάλο ποσοστό η δυσμενής αυτή συγκυρία, ούτε, κατά μείζονα λόγο, η επισώρευση νέων επιβαρύνσεων σε βάρος των ίδιων κατηγοριών πολιτών (λ.χ. διαδοχικές μειώσεις αποδοχών ή συντάξεων), εάν τα προηγούμενα αποδείχθηκαν απρόσφορα και εφόσον με τα νέα μέτρα οι ίδιες κατηγορίες πολιτών υφίστανται υπέρμετρη απώλεια του προηγουμένως διαθέσιμου εισοδήματός τους. Τούτο, μάλιστα, ιδίως όταν οι εν λόγω μειώσεις επέρχονται αιφνιδιαστικά και κλονίζουν ριζικά την οικονομική κατάσταση των ατόμων ή ανατρέπουν καταστάσεις, στις οποίες αυτά είχαν καλόπιστα αποβλέψει».
Ακολούθως στην απόφαση γίνεται εκτενής αναφορά στους νόμους και στις περικοπές που επήλθαν από τα μνημόνια και επισημαίνεται από την εισηγητική έκθεση του νόμου:
-«Ουδόλως προκύπτει ότι τα λαμβανόμενα μέτρα ήταν αναγκαία, αλλά και τα μόνα ικανά και πρόσφορα για τον επιδιωκόμενο σκοπό τηρουμένων και των αρχών της ισότητας και αναλογικότητας».
-«Επίσης, ακόμη και αν ήθελε κριθεί πως τα επίδικα μέτρα ήταν πρόσφορα, ο νομοθέτης όφειλε περαιτέρω να μελετήσει και να αποφανθεί αιτιολογημένα για την αναγκαιότητά τους, εξετάζοντας την ύπαρξη εναλλακτικών επιλογών και συγκρίνοντας τα οφέλη και τα μειονεκτήματα της καθεμίας για την επίτευξη των επιδιωκόμενων δημοσίων σκοπών. Επομένως, πριν από την κατάργηση των δώρων και του επιδόματος αδείας, όφειλε προηγουμένως να εξετάσει με τρόπο επιστημονικό και δικαστικά ελέγξιμο, αν οι επιπτώσεις από τα ήδη ληφθέντα μέτρα αντιμετώπισης της κρίσης και συνδυαζόμενες με τις ευρύτερες κοινωνικοοικονομικές συνθήκες της διανυόμενης έκτακτης περιόδου, οδηγούν σε επιτρεπτή μείωση του επιπέδου ζωής των μισθωτών. Ως εκ τούτου, για τη θέσπιση των ανωτέρω περικοπών δεν αρκεί η επίκληση, αορίστως, του σπουδαίου δημοσίου συμφέροντος, αλλά η τεκμηρίωση με τη δέουσα σαφήνεια και παράθεση αναλυτικών στοιχείων, του λόγου για τον οποίο η συγκεκριμένη δέσμη μέτρων είναι η μόνη πρόσφορη και αναγκαία λύση για την αποφυγή του κινδύνου χρεοκοπίας της χώρας».
«Όμως, η περικοπή των δώρων και του επιδόματος αδείας, που έχουν νομοθετηθεί σε συνέχεια των αναφερόμενων νόμων με τους οποίους περικόπηκαν οι αποδοχές των μισθωτών, επιβαρύνει σωρευτικά την ίδια ομάδα πολιτών (μισθωτών) και, ως εκ τούτου, η επιβάρυνση αυτή είναι εξόφθαλμα δυσανάλογη, ιδίως για όσους υπηρετούν στο Δημόσιο, με αποτέλεσμα οι τελευταίοι να έχουν υποστεί σοβαρές οικονομικές απώλειες. Επιπλέον, οι εν λόγω ρυθμίσεις δεν πλήττουν, κατ’ αποτέλεσμα, στον ίδιο βαθμό τους υψηλόμισθους υπαλλήλους αφενός και τους χαμηλόμισθους υπαλλήλους αφετέρου, με αποτέλεσμα οι μεν υψηλόμισθοι να εξακολουθούν να διατηρούν ένα ικανοποιητικό και αξιοπρεπές επίπεδο διαβίωσης, οι χαμηλόμισθοι, όμως, οι οποίοι αποτελούν ένα ιδιαίτερα μεγάλο μέρος του ελληνικού πληθυσμού, οδηγούνται στην κοινωνική και οικονομική εξαθλίωση καλούμενοι να συνεισφέρουν στα δημόσια βάρη κατά προφανή αναντιστοιχία με τις δυνάμεις τους».
Μάλιστα, η απόφαση καταλήγει δικαιώνοντας τους υπαλλήλους, με το αιτιολογικό ότι οι περικοπές αυτές «στερούν το δικαιούμενο, ικανοποιητικό και αξιοπρεπές επίπεδο διαβίωσης χαμηλόμισθων Ελλήνων μισθωτών» και διατάσσει την καταβολή των δώρων και, μάλιστα, με το νόμιμο τόκο.