Έρευνα για την Ελλάδα, ποιος είναι ο πληθυσμός της και αξιολόγηση διάφορων οικονομικών δεικτών
Οι αναφορές για την Ελλάδα είναι ουκ ολίγες, γεμάτες ζωηρές περιγραφές, ιστορία, πολιτισμό, τέχνη, επιστήμη, ομορφιά και διαχρονικότητα. Μια χώρα γεμάτη ζωή, που αποτελεί για του Έλληνες και τις Ελληνίδες ιερή πατρίδα και «δεσμό» ζωής ενώ για τους ξένους πολλά περισσότερα. Τα στοιχεία που αφορούν την ζωή στην Ελλάδα αποτελούν εξίσου σημαντικές πληροφορίες για την πορεία του έθνους μέσα από πολλά στάδια μετάβασης και εξέλιξης.
Ελλάδα πληθυσμός
Ο πληθυσμός της Ελλάδας το 2021 υπολογίζεται σε 10.388.806 κατοίκους, αριθμός μικρότερος από το προηγούμενο έτος, όπου ήταν 10.423.054. Βρίσκεται στην 87η θέση της παγκόσμιας κατάταξης πληθυσμού των χωρών, ενώ το παγκόσμιο μερίδιο της είναι της τάξης του 0.14%. Από το σύνολο του πληθυσμού το 49% είναι άντρες και το 51% γυναίκες. Το 84.9% του συνολικού πληθυσμού της αφορά αστικό πληθυσμό (8.850.409 το 2020). Ενώ σε συνολική έκταση εδάφους 128.900 Km2, υπολογίζεται ότι κατοικούν 81 άνθρωποι ανά Km2.
Ενδιαφέρον παρουσιάζει η συχνότητα αύξησης του πληθυσμού. Από το 1951 και το ποσοστό αύξησης 0.97% ετησίως, το 2020 το ποσοστό αυτό έχει κατέλθει στο -0,48% , καθώς όχι απλώς ο πληθυσμός δεν αυξάνεται αλλά αντιθέτως μειώνεται δραματικά.
Η μέση ηλικία στην Ελλάδα είναι τα 45,6 έτη. Το προσδόκιμο ζωής τα 82,8 έτη (και για τα δύο φύλα) και αντίστοιχα 85,1 έτη για τις γυναίκες και 80,5 έτη για του άνδρες. Η πληροφορία αυτή αποκτά ιδιαίτερη σημασία αν γίνει αντιπαραβολή των ίδιων δεδομένων το 1950. Και για τα δύο φύλα το προσδόκιμο ζωής ήταν τα 65,8 έτη και αντίστοιχα 67,7 για τις γυναίκες και 63,8 για τους άντρες.
«Γονιμότητα στην Ελλάδα»
Οι στατιστικές μελέτες για την γονιμότητα, βασίζονται στο συνολικό ποσοστό γονιμότητας κάθε χώρας και πολύ περισσότερο στο «φυσιολογικό » του 2.1. Συγκεκριμένα η τιμή 2.1 αφορά τον μέσο αριθμό παιδιών, που πρέπει να γεννήσει κάθε γυναίκα σε μια χώρα, προκειμένου να αντικατασταθεί κάθε γενιά, χωρίς να καταστεί απαραίτητη η διεθνής μετανάστευση. Τιμές χαμηλότερες του 2.1 θα οδηγήσουν σε μείωση του εγγενούς πληθυσμού.
Στην Ελλάδα, δυστυχώς, το συνολικό ποσοστό γονιμότητας είναι μόνο 1.3 (2020), γεγονός που επιτρέπει να κατανοήσουμε καλύτερα και την μείωση του πληθυσμού αλλά και το πόσο σημαντική είναι η υπογεννητικότητα. Το 1955 το ποσοστό αυτό βρισκόταν στο 2.5. Το 1970 στο 2.6, ενώ από 1975 και εξής μειώνεται με τρομακτικά μεγάλη συχνότητα.
«Βρεφική θνησιμότητα και θάνατοι παιδιών κάτω των 5 ετών»
Αναφερόμενοι σε 1.000 γεννήσεις στην Ελλάδα η βρεφική θνησιμότητα είναι 2.4 και οι θάνατοι παιδιών κάτω των 5 ετών στο 3.1. Οι αριθμοί αυτοί παρουσιάζουν μείωση γεγονός, που εξηγείται πολύ καλύτερα από τις εξελιγμένες ιατρικές παροχές και την ποιότητα ζωής. Aν μάλιστα ληφθεί υπόψιν, ότι το 1950 τα νούμερα αυτά ήταν 45.8 και 58 αντίστοιχα, τότε κατανοούμε περισσότερο την εξέλιξη που έχει σημειωθεί.
«Οικονομία»
Το ΑΕΠ (Ακαθάριστο Εγχώριο Προϊόν) της Ελλάδας σύμφωνα με τις πιο πρόσφατες μελέτες για το 2019 ήταν 209.852.761.13 (δολάρια), σημαντικά μειωμένο ήδη από το 2008 (Δεδομένα εθνικών λογαριασμών της Παγκόσμιας Τράπεζας και αρχεία δεδομένων εθνικών λογαριασμών του ΟΟΣΑ).
Το Ποσοστό φτώχειας είναι της τάξης του 17.9% επί του συνολικού πληθυσμού της χώρας. Το ποσοστό αυτό αφορά το ποσοστό του πληθυσμού που ζει κάτω από τα όρια της φτώχειας. Τα δεδομένα συλλέγονται από επίσημες κυβερνητικές πηγές ή υπολογίζονται από το προσωπικό της Παγκόσμιας Τράπεζας χρησιμοποιώντας εθνικές γραμμές φτώχειας. Μια χώρα μπορεί να έχει μια μοναδική εθνική γραμμή φτώχειας ή ξεχωριστές γραμμές φτώχειας. Είτε για αγροτικές και αστικές περιοχές, είτε για διαφορετικές γεωγραφικές περιοχές για να αντικατοπτρίζει τις διαφορές στο κόστος ζωής ή μερικές φορές να αντικατοπτρίζει τις διαφορές στην κατανάλωση. Οι εκτιμήσεις της φτώχειας στα εθνικά όρια υπολογίζονται από στοιχεία ερευνών σε νοικοκυριά, που συλλέγονται από εθνικά αντιπροσωπευτικά δείγματα νοικοκυριών.
Τα εθνικά όρια φτώχειας αντικατοπτρίζουν τις τοπικές αντιλήψεις για το επίπεδο και τη σύνθεση της κατανάλωσης ή του εισοδήματος. Το αντιληπτό όριο μεταξύ φτωχών και μη φτωχών αυξάνεται συνήθως με το μέσο εισόδημα μιας χώρας. Επομένως δεν μπορεί να παρέχει ένα ενιαίο μέτρο για τη σύγκριση των ποσοστών φτώχειας μεταξύ των χωρών.
«Ακαθάριστο Εθνικό Εισόδημα»
Ακαθάριστο Εθνικό Εισόδημα είναι το άθροισμα του Ακαθάριστου Εθνικού Προϊόντος και του καθαρού εισοδήματος από το εξωτερικό σε τιμές συντελεστών παραγωγής. Εάν σε αυτό προστεθούν οι καθαροί έμμεσοι φόροι έχουμε το ΑΕΠ σε αγοραίες τιμές.
Οι οικονομολόγοι υπολογίζουν το εθνικό εισόδημα με δύο μεθόδους : Το Ακαθάριστο Εθνικό Προϊόν (ΑΕΠ) και το Ακαθάριστο Εγχώριο Προϊόν (ΑΕγχΠ). Τα δυο μεγέθη υπολογίζουν το σύνολο της παραγωγής προϊόντων και υπηρεσιών. Η διαφορά είναι ότι το ΑΕΠ μετράει την παραγωγή των πολιτών της χώρας, συμπεριλαμβάνοντας κέρδη εγχώριων εταιρειών από το εξωτερικό, ενώ το ΑΕγχΠ μετράει την παραγωγή στο εσωτερικό της χώρας περιλαμβάνοντας κέρδη που φεύγουν προς ξένους ιδιοκτήτες.
Το ΑΕΕ, υπολογιζόμενο σε εθνικό νόμισμα, συνήθως μετατρέπεται σε δολάρια ΗΠΑ με επίσημες συναλλαγματικές ισοτιμίες για συγκρίσεις μεταξύ οικονομιών. Στην Ελλάδα το ΑΕΕ υπολογίζεται σε 19.750 (δολάρια), επίσης μειωμένο από το 2009.
«Άλλες πληροφορίες»
Σημαντικοί τομείς της δημόσιας ζωής είναι και εκείνοι της εκπαίδευσης, της υγείας και του περιβάλλοντος. Οι τομείς αυτοί βρίσκονται σε άμεση σχέση τόσο μεταξύ τους όσο και με όλους τους υπόλοιπους.
«Πρωτοβάθμια εκπαίδευση»
Σύμφωνα με πληροφορίες του Ινστιτούτου Στατιστικής της Unesco, η εγγραφή στην πρωτοβάθμια εκπαίδευση στην Ελλάδα υπολογίζεται στο 99% (τα ποσοστά κυμαίνονται από 90%-104%). Παρουσιάζει αύξηση από το 2007 και εξής, αλλά είναι σαφώς μειωμένη απο το 1974 και το 103%. Ο υπολογισμός γίνεται διαιρώντας τον αριθμό των μαθητών που εγγράφονται στην πρωτοβάθμια εκπαίδευση ανεξάρτητα από την ηλικία εγγραφής τους, με τον πληθυσμό της ηλικιακής ομάδας που αντιστοιχεί επίσημα στην πρωτοβάθμια εκπαίδευση και πολλαπλασιάζεται επί 100. Τα δεδομένα για την εκπαίδευση συλλέγονται από το Ινστιτούτο της UNESCO και αντικατοπτρίζουν την εκπαιδευτική εικόνα της χώρας.
«Τομέας Υγείας»
Αναπόσπαστο κομμάτι των κοινωνιών και ίσως αποδεδειγμένα (με βάση και την εξάπλωση της πανδημίας) ο σημαντικότερος τομέας όλων. Κάθε κράτος πραγματοποιεί και ανάλογες δαπάνες, προκειμένου να ενισχύσει τα νοσοκομεία. Ακόμη το υγειονομικό προσωπικό, την περίθαλψη και την μάχη για την ζωή. Οι συνολικές δαπάνες του ελληνικού κράτους, τόσο στον δημόσιο όσο και στον ιδιωτικό τομέα, ανέρχονται στο 8,08% επί του συνόλου ΑΕΠ. Βρίσκεται στην 50η θέση παγκοσμίως και στην προτελευταία κλίμακα των δαπανών με την υψηλότερη να κυμαίνεται από 12.8% έως 17%.
«Περιβάλλον»
Η μόλυνση του περιβάλλοντος παρέρχεται ως ζήτημα και έχει τεθεί σε αδράνεια καθότι ο πλανήτης δείχνει να «ηρεμεί» από την μανιώδη συμπεριφορά των ανθρώπων. Ωστόσο οι επιπτώσεις πάντοτε υπάρχουν. Οι εκπομπές διοξειδίου του άνθρακα προς στην ατμόσφαιρα, μειώνουν αισθητά «τον χρόνο» του πλανήτη. Σύμφωνα με το Κέντρο Ανάλυσης Πληροφοριών για το διοξείδιο του άνθρακα, το Τμήμα Περιβαλλοντικών Επιστημών και το Εθνικό Εργαστήριο Oak Ridge, Tennessee στις Ηνωμένες Πολιτείες, η Ελλάδα σε κλίμακα 1-9 εκπομπής CO2, έχει τιμή 5.8, ωστόσο μειωμένη από το 2007 και εξής (8.8).
Πηγές
http://uis.unesco.org/
https://www.worldometers.info/
https://apps.who.int/nha/database
Πτυχιούχος του τμήματος Πολιτικών Επιστημών του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, με μεταπτυχιακές σπουδές στην Πολιτική Ιστορία και τις Στρατηγικές Σπουδές. Κατάγεται από την Κατερίνη του νομού Πιερίας και ασχολείται με την μελέτη ιστορικών, πολιτικών και κοινωνικών θεμάτων.