Τελευταία μεταξύ των ευρωπαϊκών χωρών κατατάσσεται η Ελλάδα ως προς την αποτελεσματικότητα του συστήματος δεξιοτήτων, σύμφωνα με τον ευρωπαϊκό δείκτη δεξιοτήτων (Εuropean Skills Index – ESI) του Cedefop, ένα νέο εργαλείο που καθιστά για πρώτη φορά δυνατή την κατανόηση και την ανάλυση της απόδοσης των συστημάτων δεξιοτήτων, εντός και μεταξύ των κρατών-μελών της Ε.Ε.
Ο δείκτης εγκαινιάστηκε στις 27 Σεπτεμβρίου σε ειδική εκδήλωση στις Βρυξέλλες, όπου αναδείχθηκε η αξία των δεξιοτήτων ως κινητήρια δύναμη στην Ευρώπη για τη δημιουργία περισσότερων θέσεων εργασίας, χωρίς αποκλεισμούς και με στόχο τη βιώσιμη ανάπτυξη. Αναδείχθηκαν όμως και άλλες σημαντικές πτυχές των δεξιοτήτων, όπως πόσο ομαλά κινούνται οι άνθρωποι στην αγορά εργασίας, πόσες και ποιες ομάδες του πληθυσμού είναι οικονομικά ενεργές και πόσο καλά χρησιμοποιούνται οι δεξιότητές τους στην εργασία. Η ανάπτυξη δεξιοτήτων, η ενεργοποίησή τους και η αντιστοίχισή τους με τις ανάγκες της αγοράς αποτελούν το σύστημα δεξιοτήτων μιας χώρας και αυτοί είναι οι τρεις πυλώνες στους οποίους βασίζεται η ανάπτυξη του δείκτη ESI, ο οποίος στηρίζεται επιπρόσθετα σε 15 υποδείκτες.
Με μέγιστη βαθμολογία ανά χώρα στο 100, η Ελλάδα βαθμολογείται με μόλις 23 βαθμούς (που σημαίνει ότι επιτυγχάνει το 23% της ιδανικής απόδοσης) και κατατάσσεται τελευταία στη λίστα των 28 χωρών της Ε.Ε., μαζί με την Ισπανία.
Η Ελλάδα καταγράφει χαμηλές επιδόσεις και στους τρεις πυλώνες και ανήκει στο group των χωρών της Ευρώπης που υποαποδίδουν.
Ανάπτυξη δεξιοτήτων
Ειδικότερα, για τον άξονα ανάπτυξης δεξιοτήτων η Ελλάδα βρίσκεται στην 23η θέση (με επίδοση στο 41% της ιδανικής). Μεταξύ των κριτηρίων του συγκεκριμένου δείκτη η Ελλάδα φάνηκε να αποδίδει καλύτερα μόνο στην υποκατηγορία που αναφέρεται στον λόγο μαθητών ανά εκπαιδευτικό (που βρέθηκε στη 10η θέση επιτυγχάνοντας σκορ 64%) καθώς και στην υποκατηγορία για τις υψηλές δεξιότητες πληροφορικής (που βρέθηκε 13η επιτυγχάνοντας σκορ 59%). Μέτρια επίδοση (σκορ 50%) εμφάνισε στην υποκατηγορία των ατόμων ηλικίας 15 έως 64 ετών που έχουν ολοκληρώσει τουλάχιστον ανώτερη δευτεροβάθμια εκπαίδευση, καθώς και στους μαθητές επαγγελματικής εκπαίδευσης και κατάρτισης (33%), ενώ σκοράρει χαμηλά (22%) στις επιδόσεις ανάγνωσης, μαθηματικών και επιστήμης στην ηλικία των 15 ετών.
Ενεργοποίηση δεξιοτήτων
Στον πυλώνα της ενεργοποίησης δεξιοτήτων η Ελλάδα καταλαμβάνει την 24η θέση μεταξύ των χωρών της Ε.Ε., εμφανίζοντας χαμηλά ποσοστά συμμετοχής των νέων στην αγορά εργασίας – τόσο στην υποκατηγορία που αναφέρεται στη δραστηριότητα των νέων 20 έως 24 ετών (το σκορ που εμφανίζει είναι 55%) όσο και σ’ αυτήν που αφορά τους πρόσφατα απόφοιτους που έχουν εισέλθει στην αγορά εργασίας. Η χώρα αποδίδει επίσης πολύ χαμηλά συγκριτικά με άλλες χώρες της Ευρώπης στον τομέα της μακροχρόνιας ανεργίας (υποκατηγορία στην οποία η Ελλάδα κατατάσσεται 27η). Ωστόσο, η Ελλάδα φαίνεται να τα πηγαίνει καλύτερα στον υποδείκτη που έχει να κάνει με την πρόωρη εγκατάλειψη της κατάρτισης (όπου κατατάσσεται 11η εμφανίζοντας σκορ 76%).
Αντιστοίχιση δεξιοτήτων
Στον πυλώνα που αφορά την αντιστοίχιση των δεξιοτήτων με την αγορά εργασίας η Ελλάδα κατατάσσεται τελευταία (28η), με χαμηλές βαθμολογίες σε όλους τους υποδείκτες του συγκεκριμένου πυλώνα, καθώς διαπιστώνεται ότι δεν έχει γίνει κατανοητό ότι η ακριβέστερη αντιστοίχιση ανάμεσα στα προσόντα και στα εργασιακά καθήκοντα ωφελεί τόσο τους εργοδότες όσο και τους εργαζόμενους. Μεταξύ όλων των δεικτών στον πυλώνα αυτό, η Ελλάδα εμφανίζει το καλύτερο σκορ στα επίπεδα χαμηλόμισθων ISCED 5-8, που είναι οι βαθμίδες εκπαίδευσης από τριτοβάθμια μέχρι διδακτορικό (λαμβάνοντας την 22η θέση με σκορ 44%).
Οι επιπτώσεις στην ανεργία
Σημειώνεται ότι η αναντιστοιχία δεξιοτήτων μπορεί να αυξήσει την ανεργία και να μειώσει την παραγωγικότητα και την ανταγωνιστικότητα. Εκδηλώνεται όχι μόνο ως έλλειψη αλλά και ως υπερκάλυψη των απαιτήσεων μιας θέσης απασχόλησης με τις δεξιότητες που διαθέτει ο εργαζόμενος. Αναλυτές του Cedefop επισημαίνουν επίσης ότι η «κάθετη» αναντιστοιχία, γνωστή και ως υπερεκπαίδευση, υφίσταται όταν ένα άτομο απασχολείται σε μια θέση για την οποία απαιτείται κατώτερο επίπεδο εκπαίδευσης από αυτό που διαθέτει ο εργαζόμενος. «Οριζόντια» αναντιστοιχία υφίσταται όταν το είδος -και όχι το επίπεδο- της εκπαίδευσης και των δεξιοτήτων είναι ακατάλληλο για τη συγκεκριμένη θέση.
Εκτιμήσεις αναφέρουν ότι η υπερεκπαίδευση στην Ευρώπη ανέρχεται κατά μέσο όρο γύρω στο 30%, ενώ σημαντικό είναι και το μερίδιο της ανεπαρκούς εκπαίδευσης, η οποία από μόνη της δεν συνιστά φυσικά πρόβλημα.
Τα στοιχεία αυτά καθιστούν σαφές ότι μένει να γίνουν πολλά στην Ελλάδα, για την οποία η απασχόληση είναι ζωτικής σημασίας στο πλαίσιο της προσπάθειας για ενίσχυση της οικονομικής ανάκαμψης, για αύξηση της κοινωνικής ευημερίας και για αποκατάσταση των υψηλών επιπέδων φτώχειας. Και μπορεί να βελτιώνεται ελαφρώς ο δείκτης της ανεργίας αλλά οι μισθοί και τα επίπεδα δεξιοτήτων έχουν εξανεμισθεί, όπως και πολλά άλλα, κατά τη διάρκεια της πολυετούς οικονομικής κρίσης.
Σημειώνεται για παράδειγμα ότι η ανεργία των πτυχιούχων εξακολουθεί μεν να είναι χαμηλότερη από εκείνη των ατόμων με λιγότερα προσόντα, ωστόσο αυξήθηκε κατά τη διάρκεια της κρίσης, ενώ ενδεικτικό είναι επίσης ότι αυξήθηκε το μερίδιο των νέων εργαζομένων που απασχολούνται σε επίπεδο χαμηλότερο από τα προσόντα τους. Ο Cedefop έχει προβλέψει ότι το 2020 το 60% των θέσεων εργασίας στην Ελλάδα θα απαιτεί προσόντα μεσαίου επιπέδου, που συχνά αποκτώνται μέσω της επαγγελματικής εκπαίδευσης και κατάρτισης.
Οι δεξιότητες στην Ε.Ε. 28
Αναφορικά με τον νέο δείκτη του Cedefop, αξίζει να σημειωθεί ότι κανένα κράτος-μέλος δεν φθάνει ή πλησιάζει το ιδανικό σκορ των 100 μονάδων. Η Τσεχική Δημοκρατία είναι η χώρα που σημείωσε το υψηλότερο σκορ (75), ακολουθούμενη από τη Φινλανδία (72), τη Σουηδία (72) και το Λουξεμβούργο (71). Μαζί με τη Σλοβενία (69), την Εσθονία (68) και τη Δανία (67) είναι οι χώρες με τις καλύτερες επιδόσεις συγκεντρώνοντας αποτελέσματα πάνω από 67. Οι μισές χώρες, κυρίως από τη Δυτική, Κεντρική και Ανατολική Ευρώπη, πέτυχαν βαθμολογίες στον μέσο όρο, δηλαδή από 45 μέχρι 62. Το υπόλοιπο 25% από τη Νότια και Νοτιοανατολική Ευρώπη σημειώνει βαθμολογίες κάτω από 45.
Μια πιο προσεκτική ματιά στους τρεις πυλώνες που συνθέτουν το τελικό σκορ του δείκτη ESI εξηγεί γιατί η Τσεχική Δημοκρατία είναι στην πρώτη θέση. Σχεδόν πλησιάζει τον στόχο για την αντιστοίχιση των δεξιοτήτων αντισταθμίζοντας τα χαμηλότερα αποτελέσματα που φέρνει στην ανάπτυξη και στην ενεργοποίηση των δεξιοτήτων.
Αντίθετα, η συνολική κατάταξη της Σουηδίας βασίζεται κυρίως στις κορυφαίες βαθμολογίες της στην ανάπτυξη δεξιοτήτων και στην ενεργοποίηση των δεξιοτήτων, αντισταθμίζοντας σημαντικά την αδυναμία της στην αντιστοίχιση των δεξιοτήτων. Εάν η Σουηδία θέλει να καλύψει το χάσμα που τη χωρίζει με την Τσεχική Δημοκρατία, αυτός είναι ο πυλώνας που πρέπει να εργαστεί.
«Δεν υπάρχουν εύκολες απαντήσεις»
Σύμφωνα με την εκτελεστική διευθύντρια του Cedefop, Mara Brugia, μέχρι σήμερα δεν έχει υπάρξει ενιαίο μέτρο για την αξιολόγηση των πολύπλοκων συστημάτων δεξιοτήτων των χωρών και τη σύγκριση των επιδόσεών τους. Εξήγησε επίσης ότι δεν υπάρχουν εύκολες απαντήσεις στο ερώτημα πώς μπορούν να γίνουν πιο αποτελεσματικές. Για να καλύψει αυτό το κενό, το Cedefop ανέπτυξε το ESI, το οποίο χρησιμοποιείται ως εργαλείο παρακολούθησης από τους υπεύθυνους χάραξης πολιτικής και δείχνει πώς λειτουργούν τα συστήματα δεξιοτήτων των χωρών, τους βοηθά να κατανοήσουν τα αποτελέσματά τους και να βελτιωθούν.