Όπως είπε, η ταχεία και διατηρήσιμη ανάπτυξη είναι αναγκαία για να θεραπεύσει τα προβλήματα που κληροδότησε η βαθιά κρίση και ειδικά, την υψηλή ανεργία, την υποχώρηση του βιοτικού επιπέδου λόγω της υπερχρέωσης του ιδιωτικού και του δημόσιου τομέα και το δυσθεώρητο επίπεδο των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων.
Οι κύριες προκλήσεις μπροστά μας είναι:
– Η ανάκαμψη των ιδιωτικών επενδύσεων
– Οι εξαιρετικά υψηλοί συντελεστές φορολόγησης που σκοτώνουν την Οικονομία. Χρειάζεται ένα διαφορετικό μίγμα δημοσιονομικής πολιτικής πιο φιλικό για την ανάπτυξη
– Τα δυσθεώρητα NPEs του τραπεζικού συστήματος είναι ένα βαρίδι για την Οικονομία
– Η εφαρμογή των βασικών μεταρρυθμίσεων έχει καθυστερήσει, ειδικά οι ιδιωτικοποιήσεις, ο εξορθολογισμός της δημόσιας διοίκησης και του δικαστικού συστήματος, το άνοιγμα της αγοράς προϊόντων στον ανταγωνισμό και η δημιουργία αναπτυξιακού μοντέλου με ένα φιλικό επιχειρηματικό πλαίσιο
– Τα υψηλά επίπεδα πριμ κινδύνου και κόστους επιτοκίου (τα ελληνικά 10ετή ομόλογα διαπραγματεύονται ακόμη σήμερα περίπου 230 μ.β. υψηλότερα των πορτογαλικών) τα οποία πρέπει να υποχωρήσουν ώστε να διευκολύνουν την ταχύτερη ανάπτυξη και να αντανακλούν την εμπιστοσύνη των αγορών,
– Η κατανάλωση που δεν αντανακλά μία υγιή βελτίωση του διαθέσιμου εισοδήματος και της παραγωγικότητας,
– Οι εξαιρετικά υψηλές δεσμεύσεις για πρωτογενή πλεονάσματα που βαραίνουν την οικονομία
– Η διατηρησιμότητα του χρέους μεσοπρόθεσμα παραμένει ένα θέμα, αλλά δεν επηρεάζει πρακτικά την τρέχουσα οικονομική πολιτική
Ο τραπεζικός τομέας βαρύνεται με την τεράστια πρόκληση της μείωσης των μη εξυπηρετούμενων δανείων. Ωστόσο, έχει πετύχει σημαντικά πράγματα: Πέρασε με επιτυχία τα stress tests, βελτίωσε τις συνθήκες ρευστότητας (οι καταθέσεις αυξήθηκαν κατά 10 δις. ευρώ το 2018, η χρηματοδότηση από το ευρωσύστημα υποχώρησε σε περίπου 12 δις. ευρώ από 130 δις. τον Ιούνιο 2015, ενώ τα repos με τις ξένες τράπεζες κινούνται στα 23 δις. ευρώ), οι συστημικές τράπεζες έχουν επιστρέψει σε οργανική κερδοφορία, διατηρώντας συρρικνούμενα μεν αλλά υγιή προ προβλέψεων έσοδα (3,6 δις. ευρώ σε ετησιοποιημένη βάση το 9μηνο 2018) που θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν ως μαξιλάρι κεφαλαίου για την ταχύτερη μείωση των NPEs.
Οι τράπεζες έχουν μειώσει τα μη εξυπηρετούμενα ανοίγματα στα 83 δις. ευρώ το 9μηνο 2018 από 107 δις. ευρώ τον Ιούνιο 2016, φαίνεται ότι θα επιτύχουν τους στόχους για το 2018 και έχουν θέσει ένα φιλόδοξο πρόγραμμα μείωσης των NPEs στα 33,1 δις. ευρώ στο τέλος του 2021.
Η Eurobank παρουσίασε ένα σχέδιο ταχύτερης μείωσης των NPEs και παράλληλης ενίσχυσης των δεικτών κεφαλαιακής επάρκειας, το οποίο έγινε θετικά αποδεκτό από την αγορά. Όλες οι τράπεζες ασχολούνται με το πώς θα επιτύχουν ταχύτερη μείωση των NPEs, ενώ στο τραπέζι βρίσκονται και δύο προτάσεις, από την ΤτΕ και το ΤΧΣ.
Παράλληλα, παρά την κρίση, οι τράπεζες έχουν επενδύσει σημαντικά για την προσαρμογή τους στις νέες τεχνολογίες (οι επενδύσεις στον τομέα αυτό την προσεχή τριετία εκτιμάται ότι θα φτάσουν το 1 δις. ευρώ). Ο μετασχηματισμός του τραπεζικού συστήματος είναι ραγδαίος. Σήμερα, μόνο το 23% όλων των συναλλαγών διενεργείται από το δίκτυο έναντι 40% το 2014, ενώ η χρήση του mobile και e – banking έχει εκτοξευθεί στο 37% των συνολικών συναλλαγών έναντι 19% το 2014.
Λίχτενσταϊν: Τα μαθήματα για την Ευρώπη από την ελληνική κρίση
Ο πρόεδρος της Ελληνικής Ένωσης Τραπεζών μίλησε επίσης την Πέμπτη 29 Νοεμβρίου, προσκεκλημένος επίσημος και μοναδικός ομιλητής από το Ίδρυμα Ωνάση, σε εκδήλωση στην Βαντούζ, πρωτεύουσα του Πριγκιπάτου του Λίχτενσταϊν, την στο Vaduz Town Hall (Δημαρχείο Βαντούζ). Το θέμα της ομιλίας του αφορούσε τα μαθήματα για την Ευρώπη από την ελληνική κρίση. Η εκδήλωση ήταν ανοικτή σε ένα κοινό διακεκριμένων επιχειρηματιών και ο κ Καραμούζης απάντησε σε σειρά ερωτήσεων.
Στην παρουσίασή του, περιέγραψε την εξέλιξη της ελληνικής κρίσης, τα αίτια και τα βασικά χαρακτηριστικά της. Τεκμηρίωσε το γεγονός ότι οι ευρωπαϊκοί θεσμοί, οι οίκοι αξιολόγησης και η αγορά δεν προέβλεψαν την κρίση και ήταν απροετοίμαστοι, παρότι οι ενδείξεις μακροοικονομικών ανισορροπιών ήταν εμφανείς για πολύ καιρό.
Ο κ. Καραμούζης ανέλυσε τις βασικές αστοχίες στον σχεδιασμό και την υλοποίηση των προγραμμάτων προσαρμογής και τα συμπεράσματα τα οποία θα πρέπει να εξαχθούν σε ευρωπαϊκό επίπεδο για την αποφυγή και διαχείριση μελλοντικών περιπτώσεων κρίσεων. Επίσης, περιέγραψε την πρόοδο που έχει συντελεστεί στην ελληνική οικονομία αλλά και τις μεγάλες προκλήσεις που έχει η Ελλάδα το επόμενο χρονικό διάστημα, η αντιμετώπιση των οποίων θα διευκολύνει την επίτευξη υψηλών και διατηρήσιμων ρυθμών ανάπτυξης, ιδιαίτερα την υπερφορολόγηση , την υποεπένδυση, το μεγάλο ύψος των μη εξυπηρετούμενων δανείων, τα υψηλά επιτόκια και ασφάλιστρα κινδύνου, τον χαμηλό βαθμό φιλικότητας προς το επιχειρείν και τις επενδύσεις, την αναβάθμιση της δημόσιας διοίκησης και την άρση των περιορισμών στη κίνηση κεφαλαίων.