Τις προσδοκίες της ΔΕΗ για στήριξη της λιγνιτικής παραγωγής, παράμετρο που ο επικεφαλής της επιχείρησης Μανόλης Παναγιωτάκης, στην ομιλία του κατά τη συζήτηση του νομοσχεδίου για την πώληση των λιγνιτικών μονάδων Φλώρινας και Μεγαλόπολης, έθεσε ως προϋπόθεση για την προσέλκυση εύλογου τιμήματος διέψευσε χθες κατηγορηματικά ο γ.γ. Ενέργειας Μιχάλης Βερροιόπουλος.
«Να ολοκληρωθεί γρήγορα ο ενεργειακός σχεδιασμός, να ξέρουμε το ενεργειακό μείγμα που χρειάζεται η χώρα μας για την επόμενη δεκαπενταετία, τουλάχιστον, έτσι ώστε ο υποψήφιος αγοραστής να ξέρει εάν χρειάζεται στην Ελλάδα λιγνιτική παραγωγή και θα πρέπει να επενδύσει». Αυτή είναι η μία εκ των δύο προϋποθέσεων με τις οποίες ο κ. Παναγιωτάκης συνέδεσε το εύλογο τίμημα από την πώληση των μονάδων, μιλώντας προχθές στη Βουλή. Μιλώντας χθες στο επενδυτικό συνέδριο του ΣΕΒ και αναφερόμενος στον ενεργειακό σχεδιασμό που καταρτίζεται αυτή την περίοδο από το υπουργείο, ο κ. Βερροιόπουλος δεν άφησε κανένα περιθώριο για στήριξη του λιγνίτη.
Αντιθέτως, μάλιστα, αφού περιέγραψε τον νέο τρόπο λειτουργίας της εγχώριας αγοράς μετά την εναρμόνισή της με το ευρωπαϊκό target model, με κατηγορηματικό τρόπο τόνισε ότι «το σύστημα δεν θα μπορεί να αντέξει μη αποδοτικές μονάδες». «Ο ενεργειακός σχεδιασμός που προχωράει δεν θα αναφέρεται σε αναλογίες μείγματος, όπως κάποιοι αναμένουν. Δηλαδή, τόσο το φυσικό αέριο, τόσο ο λιγνίτης, τόσο οι ΑΠΕ. Το μόνο δεδομένο είναι ότι θα έχει πολύ ΑΠΕ και μεγάλες ανάγκες για ευέλικτες μονάδες λόγω των ΑΠΕ», είπε ο κ. Βερροιόπουλος και επικαλέστηκε την πολιτική της Ε.Ε. για απανθρακοποίηση μέσω δεσμευτικών στόχων διείσδυσης των ΑΠΕ για τη χώρα αλλά και την πολιτική της ενιαίας ολοκληρωμένης ευρωπαϊκής αγοράς, που όπως είπε οδηγεί στη λειτουργία των πιο ανταγωνιστικών μονάδων.
Επισήμανε μάλιστα τον ρόλο των διασυνδέσεων, φέρνοντας ως παράδειγμα τη νέα ηλεκτρική διασύνδεση Μαρίτσα-Νέα Σάντα, ισχύος 1.500 MW, μέσω της οποίας θα γίνονται αθρόες εισαγωγές ρεύματος, επηρεάζοντας άμεσα την αποδοτικότητα του ελληνικού συστήματος.
Αντίστοιχο ήταν το στίγμα που έδωσε και ο υπουργός Ενέργειας Γιώργος Σταθάκης σημειώνοντας σε χθεσινή συνέντευξή του ότι «όλη η αύξηση της κατανάλωσης ενέργειας μέχρι το 2030 θα καλυφθεί από ΑΠΕ, το φυσικό αέριο θα παραμείνει γύρω στο 30% που είναι σήμερα και το λιγνιτικό δυναμικό θα διατηρηθεί στον μέγιστο βαθμό που επιτρέπουν οι περιβαλλοντικοί στόχοι της Ε.Ε.».
Η τάση
Στο φυσικό αέριο και στις ΑΠΕ στρέφονται και οι εγχώριοι επενδυτές, ακολουθώντας την τάση απανθρακοποίησης των μεγάλων εταιρειών ηλεκτρισμού στην Ευρώπη. Μιλώντας στο συνέδριο του ΣΕΒ, ο κ. Ντίνος Μπενρουμπή από πλευράς της Protergia (γενικός διευθυντής) και ο κ. Γιώργος Σπύρου από πλευράς της ΤΕΡΝΑ (εντεταλμένος σύμβουλος) επισήμαναν την ανάγκη για επενδύσεις στο φυσικό αέριο και στις ΑΠΕ αντίστοιχα, τις οποίες συνέδεσαν τόσο με την υλοποίηση νέων διασυνδέσεων όσο και με τον περιορισμό της γραφειοκρατίας. Η λιγνιτική παραγωγή καθίσταται ασύμφορη σήμερα στην Ευρώπη, τόνισε ο κ. Μπενρουμπή και συνέδεσε τον σχεδιασμό της Μυτιληναίος για την κατασκευή νέας μονάδας φυσικού αερίου ισχύος 650 MW με την ανάγκη του συστήματος για ευέλικτες μονάδες τα επόμενα χρόνια λόγω της μεγάλης διείσδυσης των ΑΠΕ. Προϋποθέσεις για σημαντικές επενδύσεις στις ΑΠΕ και συγκεκριμένα στην αποθήκευση και την αντλιοταμίευση βλέπει η ΤΕΡΝΑ, σύμφωνα με τον κ. Σπύρου. Η Ελλάδα, είπε χαρακτηριστικά, έχει τις προϋποθέσεις να αναδείξει τις ΑΠΕ στο νέο εγχώριο καύσιμο και να γίνει παράλληλα «η μπαταρία της Ευρώπης».
Την αγωνία της ενεργοβόρου βιομηχανίας για χαμηλό κόστος ρεύματος εξέφρασε στο πάνελ ο πρόεδρος της ΕΒΙΚΕΝ, κ. Κ. Κουκλέλης. Εξέφρασε επιφυλάξεις ως προς την ανάπτυξη των ΑΠΕ, τονίζοντας μεταξύ άλλων ότι ο ακριβός τρόπος με τον οποίο αναπτύχθηκαν στην Ελλάδα έχει καταστήσει το κόστος ενέργειας για τη βιομηχανία μη ανταγωνιστικό.