Μεταξύ των «ακροβασιών» του υπουργού Αμυνας Πάνου Καμμένου στα εθνικά θέματα και των πιέσεων των εταίρων για ένα ισχυρότατο πλαίσιο επιτήρησης την περίοδο μετά την ολοκλήρωση του ελληνικού προγράμματος τον προσεχή Αύγουστο καλείται να ισορροπήσει το επόμενο διάστημα ο πρωθυπουργός Αλέξης Τσίπρας.
Οι σχέσεις μεταξύ του Μεγάρου Μαξίμου και του κ. Καμμένου έχουν καταστεί οριακές, καθώς ο υπουργός Αμυνας είναι σαφές ότι προβαίνει σε χειρισμούς στα ελληνοτουρκικά με γνώμονα το εσωτερικό ακροατήριο, ενώ και στο ονοματολογικό της ΠΓΔΜ επενδύει επί της ουσίας στο «ναυάγιο» των διαπραγματεύσεων μεταξύ Αθήνας και Σκοπίων. Πλέον, κυβερνητικά στελέχη σε κατ’ ιδίαν συζητήσεις τους αναγνωρίζουν πως η «προσέγγιση Καμμένου» επιδρά άκρως αρνητικά στις ελληνοτουρκικές σχέσεις, και μάλιστα σε μια περίοδο κατά την οποία η Αγκυρα έχει πολλαπλά ανοικτά μέτωπα και ο Τούρκος πρόεδρος Τ. Ερντογάν κινείται απολύτως απρόβλεπτα.
Παράλληλα, δε, βλάπτει και την εικόνα του ΣΥΡΙΖΑ, καθώς ο υπουργός Αμυνας βρίσκεται συνεχώς και με ισχυρά επιχειρήματα στο στόχαστρο της αντιπολίτευσης.
Ομως, οι αλλεπάλληλες προσπάθειες του κ. Τσίπρα να «ελεγχθεί» ο κ. Καμμένος και να κατεβάσει τους τόνους έχουν πέσει στο κενό. Ισχυρή απόδειξη προς τούτο αποτελεί το γεγονός ότι ακόμη και την περασμένη εβδομάδα υπήρξαν ερμηνείες σε διαφορετικό μήκος κύματος για το περιστατικό με το τουρκικό ελικόπτερο στη Ρω.
Μάλιστα, με δεδομένο ότι, όπως λέγεται, ο υπουργός Αμυνας «διαθέτει ισχυρό ένστικτο πολιτικής επιβίωσης» και αντιλαμβάνεται ότι μια «σκληρή» στάση στα εθνικά θέματα είναι το μόνο σωσίβιο εκλογικής επιβίωσης των ΑΝΕΛ, πολλοί εντός της κυβέρνησης προεξοφλούν ότι ο κ. Καμμένος θα συνεχίσει την τακτική των υψηλών τόνων έναντι της Αγκυρας, αλλά ενδεχομένως θα δημιουργήσει και σοβαρά προβλήματα στον κυβερνητικό συνασπισμό στην περίπτωση κατά την οποία επιτευχθεί συμφωνία με τα Σκόπια για το ονοματολογικό, παρά τις δημόσιες διαβεβαιώσεις του, τις προηγούμενες εβδομάδες, ότι θα παραμείνει συνοδοιπόρος του κ. Αλ. Τσίπρα «μέχρι το τέλος».
Υπό ισχυρό έλεγχο
Οπως προαναφέρθηκε, όμως, πέραν της μεταβλητής Καμμένου, ο πρωθυπουργός έχει να διαχειριστεί και ένα ιδιαίτερα σύνθετο τοπίο, αναφορικά με την επόμενη ημέρα της ολοκλήρωσης του ελληνικού προγράμματος, που παρά τη ρητορική του κ. Τσίπρα είναι σαφές ότι θα απέχει πολύ από την καθαρή έξοδο από τα μνημόνια.
Σύμφωνα με πληροφορίες, πέραν του γεγονότος ότι η κυβέρνηση θα πρέπει να αναλάβει ισχυρές δεσμεύσεις για τα επόμενα χρόνια, για το Δημόσιο, τις ιδιωτικοποιήσεις, αλλά και για μη αντιστροφή των μεταρρυθμίσεων που έχουν ήδη συντελεστεί, η χώρα θα παραμείνει υπό ισχυρό έλεγχο. Παρότι οι εταίροι δεν θα μπορούν να επιβάλουν συγκεκριμένες νομοθετικές ρυθμίσεις, όπως ισχύει τώρα, η κυβερνητική πολιτική θα βρίσκεται διαρκώς στο μικροσκόπιο των δανειστών, ενώ θα συντάσσονται εκθέσεις με «συστάσεις» προς την Αθήνα ανά τρίμηνο, η τήρηση των οποίων θα αποτελεί το «διαβατήριο» για την εφαρμογή των μέτρων που θα συμφωνηθούν τους επόμενους μήνες για την ελάφρυνση του χρέους.
Είναι προφανές πως ο κ. Τσίπρας και η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ δεν θα είναι σε θέση να αγνοούν ή να παρακάμπτουν αυτές τις «συστάσεις», όχι μόνον επειδή θα είναι συνδεδεμένες με το χρέος, αλλά και γιατί από τη στιγμή που έχει απορριφθεί από τον πρωθυπουργό το σενάριο της προληπτικής γραμμής πίστωσης, κάθε αρνητικό σήμα προς τις αγορές, όπως ότι η Ελλάδα δεν προωθεί ή ανατρέπει μεταρρυθμίσεις, θα εκτόξευε το κόστος δανεισμού για τη χώρα.
Με βάση τα δεδομένα που διαμορφώνονται με τον κ. Καμμένο και τους εταίρους, ίσως ο στόχος του κ. Τσίπρα για ολοκλήρωση της τετραετίας ή για εκλογές τον Μάιο του 2019 αποδειχθεί εξαιρετικά φιλόδοξος. Μάλιστα, στο παρασκήνιο συζητείται πλέον το σενάριο για πρόωρη προσφυγή στις κάλπες πριν από το τέλος του χρόνου, ώστε η κυβέρνηση να παρουσιάσει το «αφήγημα» της εξόδου από το μνημόνιο χωρίς να έχουν γίνει ορατά τα «βάρη» που θα συνεπάγεται η συνεχιζόμενη επιτήρηση της χώρας με όχημα τα μέτρα ελάφρυνσης του χρέους.
Ο χρόνος που μεσολαβεί μέχρι τότε δίδει στον κ. Τσίπρα τον χρόνο για να δρομολογήσει τη διαδικασία της συνταγματικής αναθεώρησης στην οποία επενδύει πολιτικά τόσο για να αναδείξει τις διαχωριστικές γραμμές μεταξύ ΣΥΡΙΖΑ και Ν.Δ., αλλά και για να αναζητήσει συγκλίσεις με το Κίνημα Αλλαγής με ορίζοντα το μετεκλογικό σκηνικό.