Στην παραδοχή ότι είναι έτοιμη να αποδεχθεί έναν ενισχυμένο «κόφτη» για μετά το 2018, προκειμένου να κλείσει η δεύτερη αξιολόγηση, προχώρησε χθες η κυβέρνηση. Ο κυβερνητικός εκπρόσωπος Δημήτρης Τζανακόπουλος, που έκανε τη σχετική αναφορά, δεν μίλησε καν για ελιγμό, αλλά αναφέρθηκε σε «υποχώρηση» και «συμβιβασμό» της κυβέρνησης. Η προοπτική και η αυξημένη πιθανότητα, όπως διαμορφώνεται το περιβάλλον, να οδηγηθεί η διαπραγμάτευση για τη δεύτερη αξιολόγηση σε πολύμηνο τέλμα προκαλούν έντονη ανησυχία στην Αθήνα.
Επισήμως, η κυβέρνηση εμφανιζόταν τις προηγούμενες ημέρες να δηλώνει ότι δεν είναι η ελληνική πλευρά που βιάζεται για το κλείσιμο της αξιολόγησης, καθώς οι χρηματοδοτικές ανάγκες είναι καλυμμένες για τους επόμενους μήνες. Εάν, ωστόσο, λέγοντας αυτό η κυβέρνηση υπονοούσε ότι επισπεύδοντες είναι οι εταίροι, κάτι τέτοιο δεν φαίνεται να επιβεβαιώνεται από τη στάση που εκείνοι υιοθετούν, καθώς από την πλευρά τους επίσης διαμηνύουν ότι δεν υπάρχει κάτι επείγον στη διαπραγμάτευση.
Αναδίπλωση
Ενώπιον αυτών των δεδομένων, η κυβέρνηση υποχρεώνεται σε αναδίπλωση και αναπροσαρμογή της τακτικής της, όπως και του αφηγήματος με το οποίο επενδύει την υποχώρησή της από τη θέση «έχουμε εκπληρώσει τα συμφωνηθέντα και δεν δεχόμαστε τίποτα για την περίοδο μετά την ολοκλήρωση του προγράμματος». Κυβερνητικά στελέχη αφήνουν να εννοηθεί ότι ο αναπροσανατολισμός της Αθήνας οφείλεται στην αγωνία ότι εάν η αξιολόγηση τελματώσει και δεν κλείσει το αργότερο μέχρι τις αρχές Μαρτίου, τότε, δεδομένου ότι ανοίγει ο εκλογικός κύκλος σε μια σειρά από ευρωπαϊκές χώρες, δεν μπορούμε να μιλάμε για ολοκλήρωσή της πριν από τον Ιούνιο. Μια τέτοια εξέλιξη, ωστόσο, απειλεί ευθέως την εύθραυστη σταθερότητα της ελληνικής οικονομίας, θεωρείται βέβαιο ότι θα επαναφέρει την ανασφάλεια και το κλίμα αβεβαιότητας που θα δυσχεράνουν περαιτέρω την πολυπόθητη προσέλκυση επενδύσεων.
Επιπλέον, η κυβέρνηση, που τώρα δηλώνει άνετη όσον αφορά τις ανάγκες χρηματοδότησης, θα βρεθεί να διαπραγματεύεται σε συνθήκες χρηματοδοτικής στενότητας. Ολα αυτά συνθέτουν την αιτιολογία της μετακίνησης της ελληνικής πλευράς.
Ο υπουργός Οικονομικών Ευκλείδης Τσακαλώτος θα επιδιώξει, με όχημα την κυβερνητική υποχώρηση, να εξασφαλίσει από το Eurogroup της 26ης Ιανουαρίου την απεμπλοκή της διαπραγμάτευσης, μέσω συνεννόησης με τους επικεφαλής των θεσμών. Κυβερνητικά στελέχη αναφέρουν ότι ο «μηχανισμός αυξημένων εγγυήσεων», όπως τον ονόμασε ο κ. Τζανακόπουλος, που αφορά την περίοδο μετά το 2018, θα περιλαμβάνει δεσμεύσεις για ενεργοποίηση αυξήσεων στον ΦΠΑ, μείωσης του αφορολόγητου, μειώσεων σε μισθούς και συντάξεις. Δεν θα πρόκειται, δηλαδή, για επέκταση απλώς του «κόφτη» που συμφωνήθηκε για το κλείσιμο της πρώτης αξιολόγησης, αλλά για μια ενισχυμένη εκδοχή του. Η κυβέρνηση, προκειμένου να διαχειριστεί πολιτικά τη νέα υποχώρησή της, «ντύνει» την απόφαση για δέσμευση επί ενός ενισχυμένου «κόφτη» με το αφήγημα ότι δεν πρόκειται ποτέ αυτός να τεθεί σε εφαρμογή. Οτι, δηλαδή, πρόκειται για μια δέσμευση αναγκαία για να ξεπεραστούν οι ενστάσεις του ΔΝΤ, αλλά δεν θα εφαρμοστεί, διότι τα μεγέθη της οικονομίας θα αποδειχθούν πολύ καλύτερα από τις προβλέψεις του Ταμείου. Ο κ. Τζανακόπουλος δήλωσε, μάλιστα, ότι η κυβέρνηση θα προχωρήσει στην εν λόγω υποχώρηση μόνο εφόσον προηγουμένως συμφωνηθούν μεσοπρόθεσμα μέτρα για το χρέος και το δημοσιονομικό μονοπάτι για μετά το 2018.