Του Ραφαήλ Μεν. Μαϊόπουλου
1. Θα περιμέναμε η επιστολή του Αρχιεπισκόπου προς τον πρωθυπουργό να εστιάζεται στο «ηθικό ζήτημα» της κρίσης και όχι στο «τεχνοκρατικό».
– Να υποδεικνύει τα ηθικά γενεσιουργά αίτια της κρίσης, που δημιουργήθηκαν από τη, διαχρονικά, κακή συμπεριφορά της ηγεσίας του τόπου (πολιτικής, εκκλησιαστικής, οικονομικής, πευματικής): την πρόταξη του ατομικού συμφέροντος έναντι του συμφέροντας της ολότητας, την υπόθαλψη ή την ανοχή της διαφθοράς, της α-νομίας, της κλοπής και της σπατάλης του δημόσιου χρήματος, της αναξιοκρατίας, του πνεύματος της ήσσονος προσπάθειας, του υπερκαταναλωτικού ευδαιμονισμού…
– Να τονίζει πως χωρίς την καταπολέμηση αυτών των «θανάσιμων αμαρτημάτων», σωτηρία για τη Χώρα δεν θα υπάρξει, όποια κι αν είναι τα τεχνοκρατικά μέτρα που θα εφαρμοστούν για την αντιμετώπιση της οικονομικής κρίσης.
– Να διαβεβαιώνει πως η Εκκλησία στη δύσκολη αυτή περίσταση βρίσκεται κοντά στον λαό και προσεύχεται οι υπεύθυνοι άρχοντές του να πάρουν τις καλύτερες για τη Χώρα και τον λαό αποφάσεις.
2. Η επιστολή του Αρχιεπισκόπου, ασχολούμενη με την τεχνοκρατική πλευρά της κρίσης:
– Απορρίπτει την «αδιέξοδη και αποτυχημένη γραμμή του πρόσφατου παρελθόντος μας».
– Αποφαίνεται πως, με την πολιτική αυτή, “ζητούνται δεσμεύσεις που δεν λύνουν το πρόβλημα, αλλά αναβάλλουν μόνο προσωρινά τον προαναγγελθέντα θάνατο της Οικονομίας μας και υποθηκεύουν, ταυτόχρονα, την εθνική μας κυριαρχία, τον πλούτο που έχουμε, αλλά και αυτόν που μπορεί να αποκτήσουμε στα εδάφη και τις θάλασσές μας, την Ελευθερία, τη Δημοκρατία, την Εθνική μας Αξιοπρέπεια”.
– Προειδοποιεί: “Η πρωτόγνωρη καρτερία των Ελλήνων εξαντλείται, η οργή παραμερίζει τον φόβο και ο κίνδυνος κοινωνικής ανάφλεξης δεν μπορεί να αγνοείται πια, ούτε από εκείνους που διατάσσουν, ούτε από εκείνους που εκτελούν τις φονικές συνταγές τους”.
– Προτείνει: “Και βέβαια, δεν μπορεί παρά να υπάρχουν μπροστά μας και άλλοι δρόμοι. Δρόμοι πνευματικής ανάτασης και οικονομικής ανάταξης. Δρόμοι δημιουργίας, ελπίδας και προοπτικής. Δρόμοι ανοικτοί για κάθε Ελληνίδα και κάθε Έλληνα. Σε αυτούς τους δρόμους οφείλουμε να πορευθούμε όλοι, με τη συναίσθηση της μετάνοιας. Ενώνοντας τις αστείρευτες δυνάμεις του Έθνους μας. Αποκρούοντας, ταυτόχρονα, τους έξωθεν εκβιασμούς και απορρίπτοντας τις θανατηφόρες συνταγές τους”.
3. Ερωτήματα που γεννιούνται από την επιστολή του Αρχιεπισκόπου.
(α) Γνωρίζοντας ότι οι δρόμοι που μπορούμε να ακολουθήσουμε, στη σημερινή πραγματικότητα, είναι μόνο δύο –ο κάκιστος που μας προτείνει η Ευρώπη και ο ολέθριος της στάσης πληρωμών και της εξόδου απ’ την Ευρωζώνη– κάνουμε λάθος αν συμπεράνουμε πως η αρχιεπισκοπική επιστολή, απορρίπτοντας τον πρώτο (κάκιστο), προτείνει στον πρωθυπουργό τον δεύτερο (ολέθριο) δρόμο;
(β) Όταν οι ειδικοί της οικονομίας (της θεωρίας και της πράξης), χρόνια τώρα και σ’ όλον τον κόσμο, δεν μπορούν να συμφωνήσουν για τα αίτια μιας οικονομικής κρίσης και για τα μέτρα που πρέπει να παρθούν για την έξοδο απ’ αυτήν, δεν είναι απορίας άξιο που η αρχιεπισκοπική επιστολή αποφαίνεται, με απόλυτη βεβαιότητα, για τέτοια οικονομικά ζητήματα;
(γ) Δεν θά έπρεπε η επιστολή να τονίζει με έμφαση την ανάγκη δικαιοσύνης στην κατανομή των βαρών (πρώτη ηθική επιταγή) και να ζητά από τον πρωθυπουργό να επιβάλει μεγαλύτερη μείωση των αποδοχών των πλουσιότερων (με περικοπή τους ή με φορολογία) και πολύ μικρότερη των φτωχότερων;
Να καλεί τους πλουσιότερους –τους επίσκοπους, πολιτικούς, επιχειρηματίες, (μεγαλο)δημοσιογράφους και τους άλλους υψηλόμισθους του δημόσιου και του ιδιωτικού τομέα– να μην αντιδρούν στο αίτημα των φτωχότερων για δικαιοσύνη, υπενθυμίζοντάς τους το ευαγγελικό κάλεσμα «ο έχων δύο χιτώνας» να δίνει τον ένα σ’ αυτόν που δεν έχει κανένα (επίκαιρο στην εποχή της κρίσης);
(δ) Δεν θα έπρεπε η επιστολή να επισημάνει στον πρωθυπουργό πως ο φτωχός λαός, που υποφέρει τα πάνδεινα, απαιτεί οι άρχοντες της Πολιτικής να δώσουν το καλό παράδειγμα;
Απαιτεί, συγκεκριμένα:
– ο αριθμός των βουλευτών να μειωθεί στους 200,
– τα κόμματα να αποποιηθούν τη χρηματοδότησή τους από τους φορολογούμενους,
– οι βουλευτές να αποποιηθούν τα κακώς «κεκτημένα» προνόμια (βουλευτικές συντάξεις, αποζημιώσεις και όλα τα άλλα),
– οι πολιτικοί που έχουν μεγάλη περιουσία να δωρίσουν στο κράτος ένα (μεγάλο) μέρος της.
(ε) Δεν θα έπρεπε η αρχιεπισκοπική επιστολή να γνωστοποιεί στον πρωθυπουργό πως η Εκκλησία θα δώσει πρώτη το παράδειγμα, καλώντας τους επισκόπους της:
– να παραχωρήσουν την προσωπική τους περιουσία στο κράτος;
– να παραιτηθούν από ένα (μεγάλο) μέρος του (μεγάλου) μισθού τους και της (μεγάλης) σύνταξής τους;
Επίσκοπος με πλούτο είναι, σε κάθε περίπτωση, «σκάνδαλο».
Είναι, όμως, εκατό φορές «σκάνδαλο» ο Επίσκοπος που κρατάει πλούτο για τον εαυτό του σήμερα, που, όπως λέει και η αρχιεπισκοπική επιστολή, “άνθρωποι με αξιοπρέπεια χάνουν, από τη μία στιγμή στην άλλη, τη δουλειά, ακόμη και το σπίτι τους, το φαινόμενο των αστέγων, αλλά και των πεινασμένων – φαινόμενο κατοχικών εποχών – παίρνει εφιαλτικές διαστάσεις, Οι άνεργοι αυξάνονται κατά χιλιάδες μέρα με τη μέρα, οικογενειάρχες και ιδίως οι πιο φτωχοί, οι πολύτεκνοι, οι μεροκαματιάρηδες, βρίσκονται σε απόγνωση…”!
4. Η Εκκλησία να “ορθοτομήσει τον λόγον της αληθείας”.
“Ιδών δε τους όχλους (ο Ιησούς) εσπλαχνίσθη περί αυτών, ότι ήσαν εκλελυμένοι και ερριμένοι ως πρόβατα μη έχοντα ποιμένα” (Ματθαίος, Θ΄ 36).
Και ο λαός μας, σήμερα, αποκαμωμένος (εκλελυμένος) από την κρίση και παραμελημένος (ερριμένος) πνευματικά και υλικά, πληγωμένος από τα ψέμματα και την υποκρισία των πολιτικών και παραζαλισμένος απο την καταιγίδα των κραυγών και των αντιφατικών “μηνυμάτων” των ΜΜΕ, έχει ανάγκη κάποιος να του πει ολόκληρη τη σκληρή αλήθεια: Ότι, αν τα “ηθικά αίτια” που μας οδήγησαν στην κρίση δεν εκλείψουν, σωτηρία δεν μπορεί να υπάρξει, όποια μέτρα κι αν εφαρμοστούν, ότι το βιωτικό μας επίπεδο υποχρωτικά θα μειωθεί σοβαρά και για πολλά χρόνια, ότι η μείωση αυτή δεν μπορεί να γίνει χωρίς “ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ” και “ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑ”, ότι “ο δρόμος της οικονομικής ανάταξης” θα είναι μακρύς, ότι η επιτυχία της μακράς προσπάθειας θα εξαρηθεί κυρίως από μας…
Ο κάποιος αυτός θα μπορούσε να είναι η Εκκλησία!