Στο 30,8% υπολογίζει την πραγματική ανεργία κατά το δεύτερο τρίμηνο του 2016, το Ινστιτούτο Εργασίας της ΓΣΕΕ ενώ σύμφωνα με τα ίδια στοιχεία μακροχρόνια άνεργοι είναι οι επτά στους δέκα.
Στην 1η Ενδιάμεση Εκθεση για την Ελληνική Οικονομία και την Απασχόληση 2016 το ΙΝΕ σημειώνει ότι το επίσημο ποσοστό της ανεργίας, όπως υπολογίζεται από την ΕΛΣΤΑΤ υποεκτιμά το πραγματικό μέγεθός της.
Οπως αναφέρει για τον υπολογισμό ενός δείκτη που θα προσεγγίζει καλύτερα τα επίπεδα της πραγματικής ανεργίας προσθέτουμε
στους ανέργους το εν δυνάμει πρόσθετο εργατικό δυναμικό (ανθρώπους που αναζητούν εργασία, αλλά δεν είναι διαθέσιμοι κατά την περίοδο της έρευνας, και αυτούς που είναι διαθέσιμοι, αλλά δεν αναζητούν εργασία καθώς και τους εργαζομένους που υποαπασχολούνται.
Με βάση αυτά τα στοιχεία κατά το β ́ τρίμηνο του 2016 το ποσοστό της πραγματικής ανεργίας ανήλθε σε 30,8%, οριακά χαμηλότερα από το αντίστοιχο τρίμηνο του 2015 που ήταν 31,7%.
Αναλύοντας τα ποιοτικά χαρακτηριστικά της ανεργίας έχει σημασία να σημειώσουμε την ιδιαίτερη επίπτώση της ανεργίας σε τρεις κατηγορίες του πληθυσμού: στους νέους, στις γυναίκες και στους μακροχρόνια ανέργους. Πιο συγκεκριμένα, κατά το β ́ τρίμηνο του 2016, το υψηλότερο ποσοστό ανεργίας κατά ηλικιακή κατηγορία εμφανίζεται στους νέους ηλικίας 15-24 ετών (49,1%), ενώ οι γυναίκες εμφανίζουν ποσοστό ανεργίας σημαντικά υψηλότερο έναντι τών ανδρών (27,6% έναντι 19,4%).
Τα στοιχεία αυτά καταδεικνύουν ότι υπάρχει σημαντική διαφοροποίηση της ανεργίας κατά ηλικιακή κατηγορία και φύλο, γεγονός που δημιουργεί επικίνδυνες κοινωνικές δυναμικές, καθώς τμήματα του πληθυσμού εμφανίζονται στην πραγματικότητα διαχρονικά αποκλεισμένα από την αγορά εργασίας.
Οι συνέπειες της απορρύθμισης τών εργασιακών σχέσεών γίνονται άμεσα αντιληπτές από τη σταθερή άνοδο της μερικής απασχόλησης, ειδικά στον ανδρικό πληθυσμό, γεγονός που αποτελεί σχετικά νέο φαινόμενο.
Σύμφωνα με την ΓΣΕΕ οι μακροχρόνια άνεργοι (πάνώ από 12 μήνες χώρίς εργασία) ανέρχονται σε 72,2% του συνόλου τών ανέργών. Το φαινόμενο της υστέρησης στην αγορά εργασίας, αν και είναι διαχρονικό στην ελληνική οικονομία, γιγαντώθηκε με την έκρηξη της ανεργίας μετά το 2008 και αποτελεί σημαντικότατο πρόβλημα, καθώς η μακροχρόνια ανεργία συνδέεται τόσο με την απώλεια δεξιοτήτών όσο και με την οριστική απομάκρυνση από το εργατικό δυναμικό.
Κάτω από το όριο της φτώχειας ο κατώτατος μισθός
Ο κατώτατος μισθός στη χώρα μας βρίσκεται κάτω από το όριο της φτώχειας, όπως αυτό μετριέται από το δείκτη Kaitz, από τα μέσα της δεκαετίας του 1990, ενώ από τις αρχές της δεκαετίας του 2000 βρισκόταν συστηματικά κάτώ από το 50% του διάμεσου μισθού. Η συμπίεση της ανισοκατανομής του εισοδήματος θα είχε ως αποτέλεσμα τη βελτίωση του λόγου κατώτατου προς διάμεσο μισθό. Οι σημαντικές μειώσεις στα ανώτερα μισθολογικά κλιμάκια οδηγούν προς αυτή την εξέλιξη, όμώς η μείωση που σημειώθηκε στον κατώτατο μισθό το 2012 διατήρησε το λόγο κατώτατου προς διάμεσο μισθό κάτω από το συγκεκριμένο όριο της φτώχειας.
Σημειώνεται ότι η χρήση σχετικών ορίών της φτώχειας, όπώς είναι το 60% και το 50% του διάμεσου μισθού, δεν περιγράφει με αποκλειστικό τρόπο την εξέλιξη της φτώχειας, κάτι που γίνεται πιο εμφανές αν εξετάσουμε τη δραματική άνοδο στους δείκτες σοβαρής υλικής αποστέρησης. Ο δείκτης σοβαρής υλικής αποστέρησης δείχνει ότι το ποσοστό τών νοικοκυριών που αντιμετώπίζει σοβαρές ελλείψεις σε βασικά είδη αυξάνει από 11,2% του συνολικού πληθυσμού το 2008 σε 22,2% το 2015. Με άλλα λόγια, έχουμε διπλασιασμό της απόλυτης φτώχειας στην Ελλάδα κατά την περίοδο εφαρμογής τών ΠΟΠ.