Ο Αλεξαντερ Γκράχα Μπελ ήταν αμερικανοσκωτσέζος σπουδαίος επιστήμονας, γνωστός ως ο εφευρέτης του τηλεφώνου αν και πλέον αμφισβητείται αυτή η πρωτιά του. Γεννήθηκε στο Εδιμβούργο της Σκωτίας στις 3 Μαρτίου 1847. Περίπου ένα χρόνο πήγε σε ιδιωτικό σχολείο και δύο χρόνια στο Βασιλικό Γυμνάσιο του Εδιμβούργου, από το οποίο αποφοίτησε σε ηλικία 14 ετών. Δεν χρειάστηκε παραπάνω μαθήματα, καθώς μελετούσε κατ’ οίκον με τον πατέρα του που ήταν καθηγητής πανεπιστημίου. Η λέξη «ήχoς» ήταν αυτή που σημάδεψε την πορεία της οικογένειας Μπελ. Η μεν μητέρα του, Ελάιζα Γκρέις Σάιμοντς Μπελ, καθότι κωφή, δεν γνώρισε την έννοιά της ποτέ. Ο δε πατέρας του, ο δόκτωρ Αλεξάντερ Μέλβιλ Μπελ, αφιέρωσε τη ζωή του στην παραγωγή της ηχητικής ομιλίας από κωφά άτομα όπως η γυναίκα του. Αυτό ήταν και το αντικείμενο της διδασκαλίας του: απαγγελία, ορθοφωνία και αποκατάσταση ομιλίας. Το σύγγραμμά του «Κλασική μέθοδος της σωστής άρθρωσης» είχε ανατυπωθεί περίπου 200 φορές στην αγγλική γλώσσα. Τα δε παιδιά του κλήθηκαν να εκπαιδευθούν έτσι, ώστε να συνεχίσουν το πατρικό έργο. Αυτοδίδακτος, λοιπόν, κατά βάσιν, ο Αλεξάντερ Γκράχαμ φοίτησε για λίγο στο Πανεπιστήμιο του Εδιμβούργου και αργότερα στο Πανεπιστημιακό Κολέγιο του Λονδίνου. Η πρώτη επαγγελματική απασχόλησή του είχε, φυσικά, να κάνει με την ακουστική. Σε ηλικία 17 ετών, το 1864, βρέθηκε να διδάσκει μουσική και ορθοέπεια σ’ ένα σχολείο του Έλγκιν της Σκωτίας. Τέσσερα χρόνια αργότερα, το 1868, γίνεται βοηθός του πατέρα του στο Πανεπιστημιακό Κολέγιο του Λονδίνου. Η υγεία του εικοσάχρονου Αλεξάντερ Γκράχαμ, όμως, δεν συμβαδίζει ούτε με την ισχυρή του θέληση, ούτε με το νεαρό της ηλικίας του. Κλονίζεται.
Η οικογένεια Μπελ είναι τυχερή που ζει τουλάχιστον ο δευτερότοκος γιος της. Τα άλλα δύο αδέλφια του έχουν προσβληθεί από φυματίωση και χάνουν τη μάχη μαζί της. Συγκλονισμένοι από τον θάνατο των δύο γιων τους και ανήσυχοι για την ασθενική υγεία του τρίτου, οι Μπελ αποφασίζουν να εγκαταλείψουν το υγρό και «αρρωστιάρικο» κλίμα της Μεγάλης Βρετανίας και να μεταναστεύσουν στον Καναδά. Έτσι, το 1870 εγκαθίστανται στο Μπράντφορντ του Οντάριο.
Ένα χρόνο αργότερα, ο Αλεξάντερ Γκράχαμ όχι απλώς έχει προσαρμοστεί στο νέο περιβάλλον, αλλά κι έχει αρχίσει να διδάσκει στη Βοστώνη το σύστημα «ομιλία μέσω οράσεως» που περιέγραφε ο πατέρας του στο έργο του «Visible Speech». Η μέθοδος βασίζεται στην εξής αρχή: κάθε φωνητικό σύμβολο αποδίδεται από συγκεκριμένη θέση των οργάνων ομιλίας, όπως τα χείλη, η γλώσσα και ο ουρανίσκος. Έτσι, οι κωφάλαλοι, μιμούμενοι τις κινήσεις, μπορούν να μάθουν να μιλούν. Δεν χρειάζεται να ακούνε. Τα αποτελέσματα της μεθόδου είναι εκπληκτικά. Οι διαλέξεις του για την «οπτική μέθοδο διδασκαλίας σε κωφαλάλους» σημειώνουν τεράστια επιτυχία. Και το 1873 ο μοναδικός πλέον γιος των Μπελ γίνεται καθηγητής Φυσιολογίας των Φωνητικών Οργάνων στο Πανεπιστήμιο της Βοστώνης στα 26 χρόνια του. Οι προτάσεις για διδασκαλία διαδέχονται η μία την άλλη. Ο Αλεξάντερ Γκράχαμ, όμως, έχει ήδη ανοίξει τη δική του σχολή στη Βοστώνη και αφιερώνεται στην εκπαίδευση διδασκάλων για κωφαλάλους. Διδάσκει, αλλά εξακολουθεί τη μελέτη του πάνω στη «μαγική λέξη» της οικογένειας: ήχος. Τώρα οι έρευνές του δεν αφορούν μόνο την εκμάθηση της εκφοράς λόγου από τους κωφαλάλους, αλλά και τη μετάδοση του ήχου. Πώς; Με ηλεκτρισμό. Στάθηκε διπλά τυχερός, διότι όχι μόνο ανακάλυψε και ενέπνευσε τον Τόμας Γουότσον, ένα νεαρό επισκευαστή μηχανών που με ιδιαίτερο ενθουσιασμό πειραματιζόταν για την κατασκευή μιας διάταξης, η οποία θα μπορούσε να μεταδίδει ήχο με τη βοήθεια του ηλεκτρισμού, αλλά γνωρίστηκε με τις οικογένειες δύο κωφάλαλων μαθητών του, του Τζορτζ Σάντερς και της Μέιμπελ Χούμπαρντ. Ο Μπελ τους βοήθησε με όλη του την ψυχή. Και οι γονείς τους δεν στάθηκαν αχάριστοι. Ενθουσιασμένοι με την αποτελεσματικότητα του έργου του νεαρού δασκάλου, αποφάσισαν να ενισχύσουν οικονομικά τις έρευνές του.
Το 1875, ο Μπελ, με τη βοήθεια του φίλου πια και συνεργάτη του Γουότσον, πειραματίζεται για την κατασκευή μιας διάταξης, η οποία θα μπορέσει να μεταδώσει ήχο με τη βοήθεια ηλεκτρισμού. Τελικώς, την ίδια χρονιά επινοεί τον πολλαπλό τηλέγραφο. Στις 7 Μαρτίου 1876 το Γραφείο Ευρεσιτεχνιών των ΗΠΑ δίνει στον Μπελ το υπ’ αριθμόν 174.465 δίπλωμα, με το οποίο κατοχυρώνεται «η μέθοδος και η συσκευή για τη μετάδοση φωνής ή άλλων ήχων τηλεγραφικώς (…) με τη χρήση ηλεκτρικών παλμών της ίδιας μορφής με τις ταλαντώσεις του αέρα, οι οποίες ακολουθούν τη μετάδοση φωνής ή άλλων ήχων…». Το τηλέφωνο δηλαδή.
Την ίδια ημέρα, όμως, μαζί με τον Μπελ είχε καταθέσει αίτηση για παρόμοιο δίπλωμα ευρεσιτεχνίας και ο αμερικανός φυσικός Ελίσα Γκρέι. Αρχίζει τότε ένας μαραθώνιος δικαστικών αγωγών. Ποτέ άλλοτε στην ιστορία μία εφεύρεση δεν διεκδικήθηκε από τόσους «πατέρες» και ποτέ άλλοτε η πατρότητα ευρεσιτεχνίας δεν δέχθηκε περισσότερες προσφυγές. Τελικά, το συγκεκριμένο δίπλωμα ευρεσιτεχνίας παραχωρήθηκε στον Γκρέι, αλλά η πατρότητα του τηλεφώνου στον Αλεξάντερ Γκράχαμ Μπελ, ο οποίος εν τω μεταξύ με νέα διπλώματα ευρεσιτεχνίας είχε κατοχυρώσει και την καινούργια, εξελιγμένη τηλεφωνική συσκευή του. Το 1877 είναι έτος – ορόσημο για τις τηλεπικοινωνίες. Ο Μπελ ιδρύει την πρώτη μεγάλη τηλεφωνική εταιρεία στον κόσμο. Το όνομά της «Bell Company». Την ίδια χρονιά νυμφεύεται την εκλεκτή της καρδιάς του, την κωφάλαλη μαθήτριά του και κόρη των χορηγών του Μέιμπελ Χούμπαρντ, που ήταν κατά δέκα χρόνια μικρότερή του και με την οποία απέκτησε τέσσερα παιδιά.