Στο σύντομο δελτίο τύπου που συνόδευσε την ανακοίνωση της έγκρισης του δανείου ύψους 30 δις ευρώ από το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο προς την Ελλάδα, στις 2 Μαΐου 2010, δινόταν μεγάλη έμφαση στην ανάγκη μείωσης του δημοσίου τομέα, του λεγόμενου ‘κράτους’. Η λογική ήταν πως το μεγάλο κράτος φέρνει μεγάλα δημόσια έξοδα, υψηλό δημόσιο έλλειμμα και αυξανόμενο κρατικό χρέος και προκειμένου η ελληνική οικονομία να αναδιαρθρωθεί ουσιαστικά και να βάλει τάξη στα δημοσιονομικά της θα έπρεπε να το μειώσει. Στην αυγή του 2011 πληροφορίες που διέρρεαν απ’ τις Βρυξέλλες έκαναν λόγο για αίτημα της Τρόικας για απόλυση 100 χιλιάδων δημοσίων υπαλλήλων στο οποίο η τότε κυβέρνηση φημολογούνταν πως είχε συμφωνήσει μυστικά. Μερικούς μήνες αργότερα η “ανάγκη” για απολύσεις δημοσίων υπαλλήλων είχε αρχίσει να εκφράζεται ανοιχτά από πολλές πλευρές και η σιωπή της κυβέρνησης είχε εκληφθεί απ’ τους περισσότερους ως σιωπηρή αποδοχή αυτής της προοπτικής. Σταθερά και γοργά η επιχειρηματολογία για μικρότερο κράτος μεγάλωνε και εδραιωνόταν. “Κράτος σημαίνει διαφθορά και η διαφθορά πρέπει να καταπολεμηθεί. Μειώστε το κράτος και θα μειωθεί η διαφθορά. Λιγότερη διαφθορά θα σημαίνει αύξηση της ανταγωνιστικότητας και αυτό θα οδηγήσει σε πιο ευνοϊκό περιβάλλον για επενδύσεις και τελικά για ανάπτυξη.” Ακολούθησε η έγκριση του Μεσοπρόθεσμου Προγράμματος σύμφωνα με το οποίο η χώρα θα προχωρούσε όχι μόνο στην ιδιωτικοποίηση προβληματικών κρατικών εταιριών αλλά και στην πώληση δημόσιας περιουσίας προκειμένου να μειώσει το χρέος και τα έξοδα της. Το κλείσιμο προβληματικών ΔΕΚΟ, η πώληση ζημιογόνων οργανισμών, οι περικοπές μισθών και συντάξεων του δημοσίου, οι απολύσεις συμβασιούχων του δημοσίου κλπ, κινούνταν προς την κατεύθυνση της μείωσης του κράτους ώστε η χώρα να “απολαύσει” το συντομότερο δυνατό τα οφέλη αυτής της πολιτικής. Δεδομένης της ταύτισης των απόψεων των κομμάτων εξουσίας και της Τρόικας ως προς το συγκεκριμένο θέμα, θα περίμενε κανείς – ασχέτως αν συμφωνεί ή διαφωνεί μαζί τους – πως δύο χρόνια από την ψήφιση του πρώτου Μνημονίου και δυο μήνες απ’ την έγκριση του δεύτερου το κράτος θα είχε μειωθεί ή τουλάχιστον πως η συρρίκνωση του στο κοντινό μέλλον θα ήταν δεδομένη και προ των πυλών. Στην πράξη, ωστόσο, το κράτος όχι μόνο δεν έχει μειωθεί χάρη στο πρώτο Μνημόνιο αλλά και κινδυνεύει να αυξηθεί κατά 100 χιλιάδες ‘δημοσίους υπαλλήλους’ εξαιτίας του δεύτερου. Με βάση το δεύτερο Μνημόνιο και τη συμφωνία της 27ης Οκτωβρίου για την αναδιάρθρωση του ελληνικού χρέους, η Ελλάδα ανέλαβε να δανειστεί 50 δις ευρώ προκειμένου να ανακεφαλαιοποιήσει μία σειρά τραπεζών, διαδικασία η οποία, όπως υποστηρίχτηκε επισήμως από κυβερνητικά χείλη, θα οδηγήσει, μεταξύ άλλων, στην κρατικοποίηση τους. Πρόσφατο δημοσίευμα των Financial Times υποστήριξε πως η Εθνική και οι υπόλοιπες μεγάλες ελληνικές τράπεζες γνωρίζουν ότι επίκειται η κρατικοποίηση τους η οποία είναι πιθανό να ανέλθει στο 100% και πάντως θα είναι μεγαλύτερη του 90%. Όταν μία κρατική εταιρία ιδιωτικοποιείται, το κράτος παύει να εισπράττει τα όποια κέρδη αλλά και απαλλάσσεται από τις ζημίες και τα έξοδα. Αντίθετα, όταν μία εταιρία κρατικοποιείται το κράτος εισπράττει τα όποια κέρδη αλλά αναλαμβάνει και την ευθύνη για όλες τις ζημίες και για την πληρωμή των εξόδων. Ίσως έχει διαφύγει της προσοχής των κυβερνώντων και της Τρόικας αλλά οι τράπεζες που αναμένεται να κρατικοποιηθούν απασχολούν προσωπικό το οποίο ανέρχεται, περίπου, στους 100 χιλιάδες εργαζόμενους (ενδεικτικά, η Εθνική Τράπεζα της Ελλάδας απασχολεί 35.876 υπαλλήλους, η Eurobank 19.156, η Alpha Bank 14.337 και η Πειραιώς 12.806 – στοιχεία από Financial Times). Το πρώτο ερώτημα, λοιπόν, είναι τί θα συμβεί με τους εργαζομένους αυτούς όταν οι τράπεζες κρατικοποιηθούν, δηλαδή όταν περάσουν στο δημόσιο. Δε θα είναι το κράτος υπεύθυνο για την καταβολή των μισθών και των επιδομάτων τους; Το δεύτερο ερώτημα είναι ποιος θα επωμιστεί τυχόν ζημίες των τραπεζών στα επόμενα χρόνια. Για παράδειγμα, σύμφωνα με τα τελευταία επίσημα στοιχεία για τα «κόκκινα» δάνεια του τραπεζικού συστήματος, αυτά ανέρχονται στα 39 δις ευρώ περίπου, ποσό το οποίο με βάση πληροφορίες δεν είναι απίθανο να είναι αισθητά υψηλότερο στην πραγματικότητα. Έτσι, η Εθνική Τράπεζα ανακοίνωσε πρόσφατα καθυστερήσεις ύψους 13% επί του συνόλου των χορηγήσεών της στην Ελλάδα από 8,4% στο τέλος του 2010, αύξηση η οποία είναι θεαματική. Αντίστοιχα, στην Alpha Bank οι καθυστερήσεις αυξήθηκαν στο 13% από 8,7%, στη Eurobank σε 15,8% από 9,9% και στην Πειραιώς σε 13,2% από 6,9%, σε μία άνοδο που προκαλεί ρίγη. Την ίδια στιγμή οι προβλέψεις για την ελληνική οικονομία είναι δραματικές ενώ έχουν ανακοινωθεί νέα μέτρα πολλών δις ευρώ, γεγονός που συνεπάγεται περαιτέρω μείωση των εισοδημάτων, αύξηση της ανεργίας και προφανώς ακόμη μεγαλύτερη αδυναμία των καταναλωτών να αποπληρώσουν τα δάνεια τους άρα και μεγαλύτερες ζημίες για τις τράπεζες. Είναι ενδιαφέρον πως στις προεκλογικές δεσμεύσεις τους όλα, σχεδόν, τα κόμματα κάνουν λόγο για την ανάγκη διαγραφής τμήματος των χρεών των νοικοκυριών απ’ τις τράπεζες, κάτι το οποίο φαίνεται, πλέον, αναπόφευκτο. Από ποιες τράπεζες όμως, θα γίνει το κούρεμα των χρεών των νοικοκυριών; Τις προσεχώς κρατικές, αυτές για τις οποίες ο ελληνικός λαός έχει χρεωθεί ήδη 50 δις ευρώ προκειμένου να τις ανακεφαλαιοποιήσει, χωρίς να ληφθούν υπόψη οι κρατικές εγγυήσεις ύψους 90 δις ευρώ ευρώ από τα τέλη του 2008 μέχρι στιγμής. Ποιος θα αναλάβει, λοιπόν, να πληρώσει το λογαριασμό για αυτές τις διαγραφές ώστε να ανακουφιστούν οι πολίτες; Παραδόξως, οι ίδιοι, μέσω των φόρων και των χαρατσιών που θα καταβάλλουν για τα επόμενα είκοσι χρόνια προκειμένου να πληρωθούν οι τόκοι και τα δάνεια που έχουν ληφθεί για τη ‘στήριξη’ των τραπεζών. Αν οι επίσημες επισφάλειες αποτιμώνται, ήδη, σήμερα στα 39 δις ευρώ τότε στα επόμενα χρόνια οι τράπεζες είναι πιθανό να βρεθούν με μία μαύρη τρύπα ακόμη μεγαλύτερη, η οποία μπορεί να ξεπεράσει τα 45 ή και τα 50 δις ευρώ. Εφόσον, όμως, θα είναι πλέον κρατικές, το βάρος αυτό θα πέσει στις πλάτες του δημοσίου, δηλαδή στους Έλληνες πολίτες οι οποίοι δεν αποκλείεται να κληθούν να υποστούν νέα μέτρα αλλά και να δανειστούν περισσότερα χρήματα για να ολοκληρώσουν τη ‘σωτηρία’ των τραπεζών. Η αύξηση των υποχρεώσεων του κράτους δεν τελειώνει εδώ όμως. Με βάση τη συμφωνία της 27ης Οκτωβρίου ο ελληνικός λαός χρεώθηκε πέρα των 50 δις ευρώ επιπλέον με άλλα τριάντα για να αποζημιώσει τους μετόχους των τραπεζών που συμμετείχαν στην αναδιάρθρωση του ελληνικού χρέους. Θα δοθεί, λοιπόν, τμήμα αυτών των χρημάτων και στους μετόχους των ελληνικών τραπεζών οι οποίες και είχαν τη μεγαλύτερη συμμετοχή στο PSI; Αν ναι, τότε το χρέος που έχουν επωμιστεί οι Έλληνες για τη “διάσωση” των ελληνικών τραπεζών αυξάνεται κατά μερικά δις ευρώ ακόμη και συνυπολογιζόμενων των εγγυήσεων ανέρχεται, περίπου, στα 150 δις ευρώ. Αν η Τρόικα ενδιαφέρεται, πράγματι, για το καλό της Ελλάδας και αν θεωρεί πως αυτό μπορεί να επιτευχθεί μόνο μέσω της διάσωσης και εν τέλει κρατικοποίησης των ελληνικών τραπεζών, δε θα ήταν καλύτερο να είχε προτείνει τη δημιουργία μίας ‘καλής’ και μίας ‘καλής’ τράπεζας, όπου στην πρώτη θα μεταφερόταν όλα τα καλά περιουσιακά στοιχεία των τραπεζών και στη δεύτερη τα προβληματικά; Σε μία τέτοια περίπτωση, για παράδειγμα, η ‘κακή’ τράπεζα θα είχε υποστεί κούρεμα στα ομόλογα της χωρίς να χρεώσει ούτε ένα ευρώ με κόστη για επιπλέον δανεισμό τους Έλληνες πολίτες, θα είχε διαγράψει τις επισφάλειες της απαλλάσσοντας τους πολίτες από τα δυσβάσταχτα και έτσι και αλλιώς αδύνατο να πληρωθούν χρέη τους χωρίς έμμεσες και δυσβάσταχτες χρεώσεις και τέλος, αφού το κράτος θα εκμεταλλευόταν με τη μέγιστη προσοχή και διαφάνεια οτιδήποτε μπορούσε από τα τοξικά στοιχεία που θα διέθετε η ‘κακή’ τράπεζα, θα προχωρούσε στο κλείσιμο της. Η ‘καλή’ τράπεζα, καθαρή από τοξικά και προβληματικά περιουσιακά στοιχεία θα έβλεπε την πιστοληπτική της βαθμολογία να αναβαθμίζεται από τους οίκους αξιολόγησης, θα ενέπνεε εμπιστοσύνη στους πολίτες και θα είχε εισροές αντί για εκροές κεφαλαίων, θα είχε ελπίδες να δανειστεί απ’ τις αγορές με χαμηλότερα επιτόκια και έτσι να βοηθήσει με ρευστότητα την αγορά και θα μπορούσε, ίσως, να γίνει η τράπεζα που χρειάζεται η Ελλάδα για να μπορέσει να βγει απ’ την κρίση. Αντίθετα, η Τρόικα επέλεξε μία ‘λύση’ η οποία έχει κοστίσει και θα συνεχίσει να κοστίζει στον ελληνικό λαό πολλές δεκάδες δισεκατομμύρια ευρώ και που το πιθανότερο είναι πως θα αυξήσει το κράτος δραματικά και ταχύτατα αναγκάζοντας το να καταπιεί έναν υπερμεγέθη ελληνικό τραπεζικό τομέα ο οποίος κρατικοποιείται από μία οικονομία που καταρρέει από τα λάθη της πολιτικής ηγεσίας της και τις ατυχείς συμβουλές των τεχνοκρατών του ΔΝΤ και της Γερμανίας.
(Με στοιχεία από το βιβλίο “Το Ταγκό των Αγορών & Το Μεγάλο Κόλπο”, Εκδόσεις Λιβάνη, 2012).
Πάνος Παναγιώτου
Χρηματιστηριακός Τεχνικός Αναλυτής
Πηγή:www.sofokleous10.gr