Ξεκινά την Παρασκευή 29 Ιανουαρίου η καταβολή του φετινού επιδόματος θέρμανσης. Θα γίνει σε δύο φάσεις. Η πρώτη αφορά σε αγορές που έγιναν μέχρι και τις 21 Δεκεμβρίου 2020 και θα ολοκληρωθεί μέχρι τις 31 Ιανουαρίου, ενώ η δεύτερη αγορές έως και τις 28 Φεβρουαρίου 2021 και θα γίνει μέχρι τις 31 Μαρτίου.
Το υπουργείο Οικονομικών, συνεκτιμώντας το γεγονός ότι για τις ανάγκες θέρμανσης οι πολίτες δεν χρησιμοποιούν μόνο πετρέλαιο, αλλά και άλλες εναλλακτικές θερμαντικές ύλες, όπως φυσικό αέριο και καυσόξυλα, διεύρυνε την καταβολή του επιδόματος και σε όσους χρησιμοποιούν τις συγκεκριμένες λύσεις για θέρμανση. Στο πλαίσιο αυτής της διεύρυνσης, φέτος έγιναν για πρώτη φορά αποδεκτά τιμολόγια αγοράς καυσόξυλων που έχουν εκδοθεί από την 1η Ιουνίου 2020 και μετά. Συγκεκριμένα, νέοι δικαιούχοι είναι περίπου 124.000 καταναλωτές φυσικού αερίου, καταναλωτές καυσόξυλων, βιομάζας και υγραερίου, πέραν των 564.000 καταναλωτών πετρελαίου, σε σύνολο περίπου 688.000 αιτήσεων.
Όπως σημειώνει, με στόχο την όσο το δυνατόν πιο αποτελεσματική, αλλά κυρίως κοινωνικά δίκαιη κατανομή του, ο υπολογισμός του ποσού που θα καταβληθεί ως επίδομα θέρμανσης είναι φέτος εξατομικευμένος, αφού εξαρτάται από δύο νέες παραμέτρους. Η πρώτη αφορά στην περιοχή κατοικίας των δικαιούχων, η οποία καθορίζεται από τον Ταχυδρομικό Κώδικα της διεύθυνσης που έχει δηλωθεί στην αίτηση, ενώ η δεύτερη αφορά στον αριθμό των ανήλικων μελών της οικογένειας, με το κάθε ανήλικο μέλος να δίνει προσαύξηση του επιδόματος κατά 10% και ελάχιστο ποσό, ανεξαρτήτως άλλων παραγόντων, τα 80 ευρώ.
Το νέο σύστημα υπολογισμού βασίζεται σε μελέτη της ΕΜΥ, η οποία χώρισε την Ελλάδα σε 200.000 τετράγωνα (διαστάσεων 750μ×750μ), ώστε να αποτυπώνονται με τη μέγιστη δυνατή ακρίβεια οι κλιματικές και γεωγραφικές παράμετροι. Έτσι, σε κάθε περιοχή το ύψος του επιδόματος θέρμανσης υπολογίζεται με βάση τις πραγματικές ανάγκες θέρμανσης που έχει, αναλόγως του υψομέτρου, της απόστασης από τη θάλασσα, αλλά και του αριθμού των ημερών κατά τη διάρκεια του χρόνου που έχει θερμοκρασίες χαμηλότερες των 15.5 βαθμών Κελσίου (βαθμοημέρες).
Το ύψος του επιδόματος καθορίζεται στο ποσό των 220 ευρώ πολλαπλασιαζόμενο με τον συντελεστή επιδότησης ανά οικισμό, στον οποίο βρίσκεται η κύρια κατοικία, όπως αυτός προσδιορίζεται στο παράρτημα της σχετικής Υπουργικής Απόφασης που δημοσιεύθηκε ήδη στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.