Ο υπουργός Επικρατείας και κυβερνητικός εκπρόσωπος Δημήτρης Τζανακόπουλος, στη διάρκεια της συνέντευξής του στον τηλεοπτικό σταθμό Kontra, και απαντώντας στις κατ’ επανάληψη ερωτήσεις για τους στόχους της ελληνικής κυβέρνησης σε ό,τι αφορά την αξιολόγηση, είπε ότι στόχος της κυβέρνησης είναι το κλείσιμο της αξιολόγησης και η ένταξη της χώρας στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ) εντός του πρώτου τριμήνου του 2017.
Αναφέρθηκε στις ημερομηνίες σύγκλησης του Eurogroup στις 26 Ιανουαρίου και στις 20 Φεβρουαρίου, και εκτίμησε ότι ο στόχος θα επιτευχθεί, προσθέτοντας ότι “αν από την άλλη πλευρά δεν υπάρξει διάθεση για συζήτηση και εποικοδομητική στάση, τότε θα ξανασυζητήσουμε με βάση τα νέα δεδομένα.”
Κληθείς να σχολιάσει τα όσα είπε χθες σε συνέντευξή του ο γερμανός υπουργός Οικονομικών, είπε ότι ο Βόλφγκανγκ Σόιμπλε δεν είπε τίποτα διαφορετικό από ό,τι είπε την προηγούμενη εβδομάδα, ενώ επισήμανε ότι τα περί ενδεχόμενης αποχώρησης του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου (ΔΝΤ) από το ελληνικό πρόγραμμα συνιστούν μια “προσεκτική πολιτική αλλαγή” του κ. Σόιμπλε.
Πρόσθεσε ότι αν ο γερμανός υπουργός Οικονομικών επιθυμεί να κάνει συστάσεις σε κάποιον, αυτός πρέπει να είναι το ΔΝΤ και όχι η ελληνική κυβέρνηση, καθώς “εμείς δεν είπαμε να φύγει το ΔΝΤ, εμείς είπαμε να μην ζητά παράλογα πράγματα και να ξεκαθαρίσει την στάση του” (αν θα παραμείνει ή αν θα φύγει από το πρόγραμμα).
Ο κ. Τζανακόπουλος υπογράμμισε ότι η ελληνική κυβέρνηση τηρεί στο ακέραιο τα συμφωνηθέντα το 2015 και αυτό οφείλουν να πράξουν όλες οι πλευρές.Ερωτηθείς, γενικότερα, για την στάση της Γερμανίας, είπε ότι και στη Γερμανία υπάρχει κοινωνική πόλωση και το όλο ζήτημα δεν αφορά έθνη, αλλά κοινωνικές συγκρούσεις που συμβαίνουν σε κάθε χώρα.
Απαντώντας σε ερώτηση αναφορικά με τις επερχόμενες εκλογές σε σειρά ευρωπαϊκών χωρών, είπε, “Περιμένετε να δούμε τα αποτελέσματα, καθώς η έκβαση των εκλογών είναι ανοιχτή”, επισήμανε ότι υπάρχει τάση αμφισβήτησης των ελίτ σε ολη την Ευρώπη, και πρόσθεσε πως το ζήτημα είναι αν θα αμφισβητηθούν από λαϊκιστικές ή από προοδευτικές δυνάμεις.
Είπε, επίσης, ότι αυτές οι ελίτ “δεν νιώθουν και πολύ άνετα με την ελληνική κυβέρνηση.”
Ο κυβερνητικός εκπρόσωπος χαρακτήρισε ως “προαναγγελθείσα εξέλιξη” την κινητικότητα στον χώρο της κεντροαριστεράς, σημειώνοντας ταυτόχρονα ότι η ευρωπαϊκή σοσιαλδημοκρατία αναστοχάζεται το παρελθόν της, χωρίς το ίδιο να συμβαίνει και με την ελληνική κεντροαριστερά, ιδιαίτερα στα ζητήματα της διακυβέρνησης της χώρας στο διάστημα 2009-2014 και στην συγκυβέρνηση με την Νέα Δημοκρατία, αλλά και στα ζητήματα του PSI (τη συμμετοχή του ιδιωτικού τομέα στην αγορά ομολόγων της χώρας) και των συλλογικών διαπραγματεύσεων.
Υπογράμμισε ότι δεν είναι ζήτημα προσώπων, αλλά πολιτικών, και πρόσθεσε ότι αν και το ΠΑΣΟΚ υποστηρίζει ότι διεξάγει διμέτωπο αγώνα – κατά της ΝΔ και του ΣΥΡΙΖΑ – στην πράξη έχει μέτωπο κατά του ΣΥΡΙΖΑ.
Σημείωσε, πάντως, ότι “καινούργιο ξεκίνημα με τα πρόσωπα που έφεραν ως εδώ την χώρα, δεν υπάρχει.”
Είπε ότι ενώ το ΠΑΣΟΚ είχε την ευκαιρία να διαδραματίσει ρόλο στην πολιτική ζωή, ψηφίζοντας την απλή αναλογική, επέλεξε να λειτουργήσει ως δεκανίκι της ΝΔ.
Ο κυβερνητικός εκπρόσωπος απέκλεισε την επαναφορά από την κυβέρνηση του θέματος του εκλογικού νόμου, λέγοντας χαρακτηριστικά “δεν θα αυτογελοιοποιηθούμε.”
Στην δημοσιογραφική σύγκριση της διακυβέρνησης της χώρας από τις προηγούμενες κυβερνήσεις και την παρούσα, είπε ότι η μείωση του ΑΕΠ της χώρας κατά 25% δεν μπορεί να συγκριθεί ούτε με την πολιτική του ΣΥΡΙΖΑ, και, πολύ περισσότερο, ούτε με την κατεύθυνση της πολιτικής του.
Προς τούτο έφερε ως παράδειγμα, μεταξύ άλλων, την προσπάθεια καταπολέμησης της μαύρης και αδήλωτης εργασίας.
Σε ό,τι έχει να κάνει με το συναινετικό κλίμα, είπε ότι ο πρωθυπουργός ενημερώνει τα κόμματα, τονίζοντας ότι η συναίνεση προϋποθέτει στρατηγικές πολιτικές ταυτίσεις, και αυτές “δεν υπάρχουν.”
Ανέφερε ότι έχει διεξαχθεί πολλάκις διάλογος στην Βουλή, στον οποίο ο αρχηγός της ΝΔ Κυριάκος Μητσοτάκης δεν απαντά, αλλά επαναλαμβάνει μόνο “κλείστε την αξιολόγηση.”
Επισήμανε, ακόμα, ότι στο Κυπριακό, υπήρξε συναίνεση στην βάση πάγιων εθνικών θέσεων.
Ο κυβερνητικός εκπρόσωπος είπε ότι δεν επιθυμεί να σχολιάσει τις επιθέσεις κατά του υπουργού Εξωτερικών Νίκου Κοτζιά, τονίζοντας ότι “η ‘Γενεύη’ συνεχίζεται, εργαζόμαστε για δίκαιη και βιώσιμη λύση και σε συνεργασία με την Κυπριακή Δημοκρατία, επεξεργαζόμαστε και καταθέτουμε προτάσεις για την κατάργηση του καθεστώτος των εγγυήσεων και την αποχώρηση των τουρκικών στρατευμάτων.”
Επιπλέον, ο κ. Τζανακόπουλος αρνήθηκε να προβεί σε οποιοδήποτε σχόλιο για την εκκρεμμούσα στον ‘Αρειο Πάγο υπόθεση των οκτώ Τούρκων.
Απαντώντας σε άλλη ερώτηση, είπε ότι υπάρχει φυσική φθορά της κυβέρνησης, προσθέτοντας ότι ο ΣΥΡΙΖΑ καταφέρνει να διατηρεί τις σχέσεις του με τα κοινωνικά στρώματα που θέλει να εκπροσωπεί, θέτοντας ταυτόχρονα και διαχωριστικές κοινωνικές γραμμές, στη βάση των οποίων “δημιουργούνται δύο (κοινωνικά) μπλοκ” που θα συγκρουστούν στις εκλογές.
Αναφορικά με το ζήτημα της δημόσιας περιουσίας, είπε ότι γίνεται προσπάθεια για την διατήρηση και την αξιοποίησή της, τόνισε οτι η κυβέρνηση υλοποιεί και δεσμεύσεις προηγούμενων κυβερνήσεων, καθώς η ακύρωσή τους θα συνεπαγόταν την καταβολή τεράστιων ποσών ως αποζημιώσεων, και πρόσθεσε ότι “εξασφαλίζουμε όρους για την αξιοποίηση της δημόσιας περιουσίας και δεν προχωράμε σε ιδιωτικοποιήσεις ‘μπιρ παρά'”.
Είπε ότι ο ΑΔΜΗΕ παραμένει υπό δημόσιο έλεγχο, ενώ σε ό,τι αφορά το Ελληνικό αναφέρθηκε στην επαναδιαπραγμάτευση της σύμβασης από την κυβέρνηση, καθώς “η προηγούμενη ήταν προβληματική”, ενώ το έργο θα προχωρήσει κανονικά εντός των χρονοδιαγραμμάτων που προβλέπει η νέα σύμβαση.
Σε ό,τι αφορά τις τηλεοπτικές άδειες είπε ότι όταν η ΝΔ αρνείτο να συναινέσει στην συγκρότηση του Εθνικό Συμβούλιο Ραδιοτηλεόρασης (ΕΣΡ), έπρεπε να γίνει ο διαγωνισμός, “ακόμα και στο όριο της ερμηνείας του Συντάγματος”, ενώ εξέφρασε επιφυλάξεις για το αν η απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας (ΣτΕ) “είναι η μόνη συνταγματική ερμηνεία.”
Ο κ. Τζανακόπουλος, πρόσθεσε, ότι σε κάθε περίπτωση, το ΣτΕ αποφάσισε ότι “και το υπάρχον καθεστώς είναι παράνομο και αντισυνταγματικό” και έθεσε το ερώτημα αν θα υπάρξει αυτοκριτική από κάποιους.
“Το ΕΣΡ οφείλει, το συντομότερο δυνατό, στην βάση του νόμου για τις τηλεοπτικές άδειες, να κάνει τον διαγωνισμό”, είπε στην συνέχεια, ενώ για τον αριθμό των αδειών πρέπει να συμφωνήσει η Βουλή με το ΕΣΡ.
Ερωτηθείς για το ΕΚΑΣ, είπε ότι αποτέλεσε κεντρικό ζήτημα σύγκρουσης κατά την 7μηνη διαπραγμάτευση του 2015, αλλά “δεν τα καταφέραμε”, προσθέτοντας, ταυτόχρονα ότι η προηγούμενη κυβέρνηση είχε δεσμευθεί για κατάργησή του εντός του 2015. Η κυβέρνηση κατάφερε να το διατηρήσει ως το 2019, τόνισε, όμως “σώσαμε την ρήτρα μηδενικού ελλείμματος στις επικουρικές συντάξεις”, ενώ επισήμανε ότι πολλές φορές στην διάρκεια της διαπραγμάτευσης “προσπαθούσαμε να πάρουμε πίσω δεσμεύσεις της προηγούμενης κυβέρνησης.”
Ο κ. Τζανακόπουλος ανέφερε ότι εντός του 2015 υπήρξαν “οριακές στιγμές”, επισημαίνοντας ότι “πράξαμε σύμφωνα με την συνείδησή μας”, ότι “ο ελληνικός λαός δεν είπε ότι θέλει να φύγει από το ευρώ” και προσθέτοντας “είχαμε την τιμιότητα να απευθυνθούμε στον ελληνικό λαό.”
Σε ό,τι αφορά τον αριθμό των δημοσίων υπαλλήλων, για τον αριθμό των οποίων εγκαλεί την κυβέρνηση η ΝΔ, είπε ότι η προηγούμενη κυβέρνηση μετρούσε μόνο τον αριθμό των μετακλητών υπαλλήλων, ενώ η τωρινή μετρά το σύνολο.
Τέλος, ερωτηθείς για τις σχέσεις της κυβέρνησης με τα ΜΜΕ, είπε ότι όπως αυτά έχουν δικαίωμα να ασκούν κριτική, “άλλοτε καλοπροαίρετη, και άλλοτε, συνήθως, κακοπροαίρετη”, έτσι και η κυβέρνηση έχει την υποχρέωση να απαντά, ενώ στην παρατήρηση για ποινικές και αστικές διώξεις κατά ΜΜΕ, είπε ότι υπάρχουν ορισμένοι που τάσσονται υπέρ των αστικών διώξεων αποκλειστικά.